Πόσο και γιατί αλλάζει το σώμα μας ανά τις δεκαετίες;

H Susie Orbach, συγγραφέας, ψυχοθεραπεύτρια της πριγκίπισσας Νταϊάνα και καθηγήτρια σήμερα του τμήματος κοινωνιολογίας του London School of Economics, ανέπτυξε -με επιστημονικά τεκμηριωμένα επιχειρήματα- την θεωρία της αλλαγής που υπέστη ο ανδρικός, λιγότερο, και γυναικείος, περισσότερο, σωματότυπος τις τελευταίες δεκαετίες.
Η Orbach ξεκινά από τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν το να είναι κανείς παχύς αποτελούσε ένδειξη καλοζωίας και πλούτου, ενώ πολύ αδύνατοι άνθρωποι ήταν κατά κανόνα οι οικονομικά ασθενέστεροι και συχνά άρρωστοι. Συνεχίζει στην δεκαετία του 1960 και την εμφάνιση προτύπων όπως η λεπτεπίλεπτη βρετανίδα μανεκέν Twiggy, και φτάνει στον 21ο αιώνα και την σταδιακή «πτώση» της αυτοκρατορίας των «κοκαλιάρηδων» έναντι πιο υγιών, φυσιολογικών σωματικών γραμμών –τάση που έχει αρχίσει πλέον να υιοθετείται και από αρκετούς σχεδιαστές μόδας, τους οποίους άγγιξε ο χαμός πολλών νεαρών κοριτσιών λόγω ανορεξίας.

Στο τελευταίο της βιβλίο Bodies η Orbach περιγράφει τις αλλαγές που συνέβησαν στα σώματά μας κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, ενώ εξηγεί παράλληλα γιατί στην σύγχρονη εποχή νιώθουμε πιο άσχημα από ποτέ για το σώμα μας και την συνολική εξωτερική μας εμφάνιση. Για την ακρίβεια, λέει, όσο κι αν επιδιώκει ο σύγχρονος άνθρωπος να αδυνατίζει, εξελικτικά το σώμα του γίνεται ψηλότερο και πιο βαρύ.

Τι δείχνουν τα νούμερα

H Orbach αναφέρεται σε δύο έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα σε εθνικό επίπεδο, στην Μεγάλη Βρετανία, σχετικά με τα μεγέθη των σωμάτων. Η πρώτη έλαβε χώρα το 1951 με τη μέτρηση γυναικείων διαστάσεων, ενώ η δεύτερη, το 2001-2002 από το ινστιτούτο Size UK, υπήρξε λεπτομερέστερη συμπεριλαμβάνοντας 11.000 ενήλικες. Η έρευνα του 1951 έδειξε ότι η μέση γυναίκα είχε ύψος 1,60μ. και περιφέρεια μέσης περίπου 70εκ. Μισό αιώνα μετά, η μέση γυναίκα έχει ψηλώσει κατά 3,80 εκατοστά και η περιφέρειά της έχει αυξηθεί φτάνοντας τα 86,4εκ.

Και οι άνδρες, όμως, έχουν ψηλώσει και βαρύνει μέσα στον τελευταίο μισό αιώνα. Αμερικανική έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2002 για το Centers of Disease Control έδειξε ότι, μεταξύ του 1962 και του 2002, το βάρος του μέσου άνδρα αυξήθηκε από τα 72,5 κιλά στα 85,3 κιλά. Της μέσης γυναίκας το βάρος, αντίστοιχα, αυξήθηκε από τα 63,5 κιλά στα 73 κιλά.

Πέρα από το ύψος και το βάρος, όμως, έχει αλλάξει και το σχήμα του γυναικείου σώματος. Η παραπάνω έρευνα του Size UK αποκάλυψε ότι μόνο 8% των γυναικών είχαν το κλασικό σχήμα «κλεψύδρας» της Σοφία Λόρεν στις αρχές του 21ου αιώνα, καθώς αυτό αντικαταστάθηκε από ένα πιο ορθογώνιο σχήμα σώματος. Επίσης, το μπούστο και οι γοφοί έχουν μεγαλώσει από την δεκαετία του ’50.

Έρευνα της Mintel που δημοσιεύτηκε το 2008 έδειξε ότι στην Μεγάλη Βρετανία η αγορά των extra large ανδρικών ειδών αυξήθηκε κατά 40% τα προηγούμενα πέντε χρόνια –των γυναικείων extra large ειδών κατά 26% την ίδια περίοδο. Έτσι, το μέσο μέγεθος στα γυναικεία ρούχα στην Μ. Βρετανία σήμερα είναι το 16 -κάτι ανάμεσα στο L και το XL στα ευρωπαϊκά μεγέθη- ενώ δεν είναι λίγες οι Αγγλίδες που φορούν 18. Πολλοί βιοτέχνες, πάντως, σύμφωνα με τα στοιχεία της Mintel, προτιμούν να φτιάχνουν πιο φαρδιά ρούχα, ώστε οι γυναίκες να μην χρειάζεται να «ανέβουν» στο -extra large- 18.

Παρόλο, όμως, που το πραγματικό σχήμα του γυναικείου σώματος μεγαλώνει, ο σωματότυπος-φαντασίωση συρρικνώνεται. Όπως διευκρινίζει η φεμινίστρια συγγραφέας Naomi Wolf στο βιβλίο της The Beauty Myth (1990), ενώ μία γενιά πριν το μέσο μοντέλο ήταν κατά 8% ελαφρύτερο από την μέση γυναίκα, από το 1990 και μετά το μέσο μοντέλο έγινε κατά 23% ελαφρύτερο. Πρόσφατη έρευνα του περιοδικού Wired έδειξε ότι, από το 1960 μέχρι σήμερα, ο δείκτης μάζας σώματος των Playmates του Playboy έχει, κατά μέσο όρο, μειωθεί από 19,2 σε 17,6, ενώ αυτός των κανονικών γυναικών έχει αυξηθεί από 22,2 σε 26,8. Βλέπουμε, δηλαδή, ότι η γενικότερη τάση είναι αυξητική.

Οι Ελληνίδες ψηλώνουν
Επίσημα συγκρίσιμα στοιχεία για την αλλαγή του ελληνικού σωματότυπου ανά τις δεκαετίες, δυστυχώς δεν υπάρχουν, οπότε περισσότερο εμπειρικές υποθέσεις μπορεί να κάνει κάνεις που να υποστηρίζουν ότι, όπως και στην Μ. Βρετανία, οι Έλληνες ψήλωσαν και πάχυναν τα τελευταία χρόνια. Το ελληνικό Ινστιτούτο Σωματομετρίας, ωστόσο, μας έδωσε στοιχεία, σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε κατά την περίοδο 2000-2001 και 2007-2008, για τις σημερινές διαστάσεις των γυναικών κατά μέσο όρο –η έρευνα πραγματοποιήθηκε με σκοπό την ακριβέστερη εφαρμογή στα σώματα των ρούχων που παράγονται από ελληνικές βιοτεχνίες.

Συγκρίνοντας, λοιπόν, τις διαστάσεις του μέσου όρου των σημερινών γυναικών ηλικίας από 20 έως 24 ετών και του μέσου όρου των γυναικών ηλικίας από 45 έως 49 ετών, επιβεβαιώνεται -και στην Ελλάδα- ότι οι γενιές ψηλώνουν. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έρευνα του Ινστιτούτου Σωματομετρίας, η μέση Ελληνίδα ηλικίας 20-24 ετών έχει ύψος 1,63μ. και βάρος 57 κιλά. Η περιφέρεια στήθους της είναι 88εκ. και η περιφέρεια γοφών 98εκ. Για τις ηλικίες 25-29 το μέσο ύψος είναι 1,65μ. με βάρος 61 κιλά, η περιφέρεια στήθους είναι 91εκ. και γοφών 102εκ. -στοιχείο που εγείρει, βέβαια, το ερώτημα αν οι γυναίκες ψηλώνουν και μετά τα είκοσι τέσσερα. Οι γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας, ωστόσο, είναι εμφανώς κοντύτερες, π.χ. για την μέση Ελληνίδα των 45-49 ετών το ύψος υπολογίστηκε στα 1,61μ., το βάρος στα 67 κιλά, η περιφέρεια στήθους στα 96εκ. και γοφών στα 105εκ.

Για τους άνδρες, έρευνα που δημοσιεύτηκε πριν έξι χρόνια στο περιοδικό Vita έδειξε πως το μέσο ύψος έχει αυξηθεί ακόμα περισσότερο, αφού ο σημερινός εικοσάρης έχει -κατά μέσο όρο- ύψος 1,78μ., κατά τρία εκατοστά μεγαλύτερο από τον σημερινό πενηντάρη. Επιπλέον, σε δημοσίευμα της εφημερίδας Το Βήμα τον Οκτώβριο του 2002, διαβάζουμε ότι δύο ευρείες -αν και λιγότερο επίσημες- διαχρονικές μελέτες που διεξήχθησαν από ειδικούς του Νοσοκομείου Παίδων Πεντέλης, έδειξαν ότι από το 1928 έως το 2001 τα αγόρια στην Αθήνα ψήλωσαν κατά 11,8 εκατοστά -από 1,65μ. μέσο ύψος στην ηλικία των 17 στο 1,76μ.-, ενώ τα κορίτσια ψήλωσαν κατά 7,3εκ –από 1,55 έφτασαν στο 1,63.

Γιατί, όμως, ψηλώνουμε και παχαίνουμε και πώς επηρεάζει αυτό την υγεία μας;
Στο ερώτημα γιατί παχαίνουμε και ψηλώνουμε, ο καθηγητής ιστορίας και κοινωνικής πολιτικής του Southampton University, Bernard Harris, εξηγεί ότι έχει να κάνει με την διατροφή μας, η οποία σήμερα είναι και καλύτερη και πιο πλούσια. Και προσθέτει πως, παραδόξως, η αύξηση του ύψους μας αντικατοπτρίζει τις όλο και πιο περιορισμένες απαιτήσεις μας από το περιβάλλον. Σήμερα, με τα πιο ζεστά σπίτια, τα καλύτερα φάρμακα και τις βελτιωμένες συνθήκες υγιεινής, όλη η ενέργειά μας -ειδικά κατά τα παιδικά μας χρόνια- μπορεί να αφιερωθεί στην ανάπτυξή μας. «Για παράδειγμα, πριν την καθιέρωση της κεντρικής θέρμανσης σε όλα τα σπίτια, οι άνθρωποι ξόδευαν περισσότερη σωματική ενέργεια για να ζεσταθούν», λέει ο καθηγητής Harris.

Ρόλο έπαιξε και η καθαριότητα του περιβάλλοντος που ζούμε, όπως και τα αντιβιοτικά που δεν κυκλοφορούσαν ευρέως τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘50. Ο κ. Harris προσθέτει: «Σε ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης, οι άνθρωποι συχνά υποφέρουν από διάρροια και γι’αυτό οι θρεπτικές ουσίες δεν παραμένουν όσο πρέπει στον οργανισμό. Επιπλέον, αν κανείς υποφέρει από επαναλαμβανόμενες μολύνσεις, ο οργανισμός χρησιμοποιεί όλη του την ενέργεια για να τις καταπολεμήσει, ενώ έχει λιγότερη όρεξη για να τραφεί.»

Ενδιαφέρον είναι, άλλωστε, το γεγονός ότι η αύξηση του ύψους δείχνει να οφείλεται στην επιμήκυνση των ποδιών. Έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε παιδιά και ενήλικες στην Ιαπωνία μεταξύ των 1957 και 1977, έδειξε ότι ενώ το μήκος του κορμού παρέμεινε σχεδόν το ίδιο, τα πόδια σταδιακά μάκρυναν. Έχει, όμως, σημασία; Ο καθηγητής Harris πιστεύει ότι το να ψηλώνουμε, γενικά, είναι καλό πράγμα από άποψη μακροζωίας. «Σε πολύ γενικές γραμμές, οι κοντύτεροι άνθρωποι έχουν περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν νωρίτερα».

Ως προς την αύξηση του βάρους τώρα, σύμφωνα με τους διαιτολόγους, οι άνθρωποι σήμερα προσλαμβάνουν τον ίδιο αριθμό θερμίδων όπως και πριν μισό αιώνα, όμως το είδος του φαγητού είναι διαφορετικό. Αποτελείται, δηλαδή, από περισσότερο λίπος -και μάλιστα κορεσμένο-, ενώ έχει αυξηθεί και η κατανάλωση αλκοόλ, με αποτέλεσμα να παχαίνουμε περισσότερο. Προσθέστε σε αυτά και την πολύ πιο καθιστική ζωή που κάνουμε σήμερα, σε σύγκριση με την δεκαετία του ’50, όταν η γυναίκα κατανάλωνε πολύ περισσότερη ενέργεια στις δουλειές του σπιτιού και όταν μόνο λίγοι διέθεταν αυτοκίνητο, και η διεύρυνση της περιφέρειας δεν αποτελεί έκπληξη.

Οι διαιτολόγοι, ωστόσο, υποστηρίζουν πως δεν είναι απαραίτητα κακό να είμαστε βαρύτεροι από την προηγούμενη γενιά, αν είμαστε αναλογικά ψηλότεροι. Και εξηγούν πως το γεγονός ότι είμαστε ψηλότεροι σημαίνει πως ο μέσος δείκτης μάζας σώματός μας, ο οποίος συνδέεται με τον κίνδυνο καρδιακών νοσημάτων, είναι ελαφρώς μικρότερος, συγκριτικά με του μέσου ανθρώπου πενήντα χρόνια πριν. Ο καθηγητής Harris, πάνω σε αυτό, εξηγεί, «Έρευνες έχουν δείξει ότι άτομα με ΔΜΣ πάνω από 25 ή κάτω από 20 εμφανίζουν αυξημένο δείκτη θνησιμότητας, οπότε το να βρισκόμαστε κάπου ανάμεσα στα ποσά αυτά εξασφαλίζει περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης».

Κανένα λόγο ανησυχίας, λοιπόν, δεν επιφέρουν οι αλλαγές στις οποίες υπόκειται το ανθρώπινο σώμα ανά τις δεκαετίες, ιδιαίτερα αν φροντίζουμε να διατηρούμε ένα ελεγχόμενο βάρος μέσω της καλής διατροφής και της άσκησης. Κρίνοντας, μάλιστα, από το συνεχώς αυξανόμενο μέσο προσδόκιμο ζωής -στην Ελλάδα έχει φτάσει τα 75 χρόνια για τους άνδρες και τα 80,3 χρόνια για τις γυναίκες- δεν αποκλείεται οι επόμενες δεκαετίες να μας βρουν υπεραιωνόβιους γίγαντες!


/www.in2life.gr 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...