Στην φύση, τα δέντρα επιβιώνουν χωρίς επιπλέον λίπανση επειδή τα θρεπτικά συστατικά ανακυκλώνονται. Για παράδειγμα, τα φύλλα αποσυντίθενται στο χώμα και παρέχουν ένα είδος φυσικής λίπανσης.
Τα φυτά χρειάζονται μεγάλες ποσότητες μακροστοιχείων (macro-nutrients) αλλά μικρές ποσότητες μικροστοιχείων (micro-mutrients). Τα μακροστοιχεία περιλαμβάνουν άζωτο, φώσφορο, ποτάσιουμ, ασβέστιο (calcium), sulfur και μαγνήσιο, ενώ τα μικροστοιχεία περιλαμβάνουν χαλκό, μαγνήσιο, σίδερο, βόριο, chloride, ψευδάργυρο και μόλυβδο. Για όλα τα θρεπτικά στοιχεία, ελλιπής ή υπερβολική λίπανση του χώματος μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την υγεία του φυτού.
Οι “προμηθευτές” των στοιχείων αυτών κατατάσσονται σε ανόργανα, φυσικά οργανικά και συνθετικά οργανικά. Ανόργανα λιπάσματα παράγονται από τον άνθρωπο, ενώ τα οργανικά είναι υποπροϊόντα από κατάλοιπα φυτών ή ζώων. Συνθετικά οργανικά λιπάσματα είναι συνήθως χημικά προϊόντα που φτιάχνονται από τον άνθρωπο.
Τα οργανικά λιπάσματα βελτιώνουν την σύνθεση του χώματος και αλλάζουν τα επίπεδα υγρασίας του. Τα ανόργανα λιπάσματα δεν επηρεάζουν τις εδαφικές ιδιότητες. Τα περισσότερα οργανικά λιπάσματα ελευθερώνουν θρεπτικά στοιχεία με αργό ρυθμό στο χρόνο, εξαρτώμενα από μικροοργανισμούς για την διάλυσή τους. Ελευθερώνουν τα στοιχεία με τόσο αργό ρυθμό ώστε είναι πολύ πιθανόν να υπάρχουν επαρκείς ποσότητες όταν το φυτό τις χρειάζεται περισσότερο.
Παράγοντες που επηρεάζουν την απορρόφηση των θρεπτικών στοιχείων.
Ακόμα και με επαρκή ποσότητα θρεπτικών συστατικών στο χώμα, ξυλώδη φυτά μπορεί να παρουσιάσουν έλλειψη αυτών των στοιχείων. Αργιλώδη εδάφη απορροφούν περισσότερα θρεπτικά στοιχεία από τα αμμώδη.
Φτωχά σε υγρασία εδάφη, pH του εδάφους και αερισμός του εδάφους, είναι παραδείγματα περιβαλλοντικών παραγόντων. Μπορεί όμως ένα είδος φυτού να παρουσιάζει stress σε ένα περιβάλλον, ενώ ένα άλλο είδος όχι. Για παράδειγμα, Αζαλέα και Ροδόδεντρο προτιμούν εδάφη τόσο όξινα στα οποία άλλα φυτά δεν μπορούν να επιβιώσουν. Taxodium distichum και Cephalanthus occidentalis μπορούν να μεγαλώσουν σε υγρές περιοχές που άλλα φυτά αδυνατούν. Επίσης, οι μικροοργανισμοί του εδάφους, ο συναγωνισμός από άλλα φυτά και η υγιεινή κατάσταση του φυτού, επηρεάζουν την απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών.
Επίσης, η υγρασία του χώματος είναι απαραίτητη για την διάλυση των στοιχείων, κάνοντάς τα πιο άμεσα διαθέσιμα στο φυτό. Χώμα όπως το αργιλώδες, κατακρατά περισσότερο νερό από ότι ένα αμμώδες.
Το pH του εδάφους μπορεί επίσης να επηρεάσει την διαθεσιμότητα των στοιχείων. Σε αλκαλικά εδάφη, ασβέστιο, φώσφορος και μαγνήσιο μπορεί να γίνουν ανεπαρκή για τα φυτά, και το μαγνήσιο μπορεί να γίνει τοξικό. Σε αλκαλικά εδάφη, φώσφορος, σίδηρος, βόριο, μαγνήσιο και χαλκός, μπορεί να γίνουν ανεπαρκή.
Ο αερισμός του εδάφους είναι επίσης σημαντικός για την απορρόφηση των θρεπτικών στοιχείων. Εδάφη με περιορισμένο οξυγόνο μειώνουν την παραγωγή σακχάρων του φυτού, που με την σειρά του μειώνει την ενέργεια του φυτού διαθέσιμη για την απορρόφηση των στοιχείων.
Τα φυτά απορροφούν θρεπτικά στοιχεία ταχύτερα όταν το χώμα είναι ζεστό και με βραδύτερους ρυθμούς όταν αυτό είναι κρύο ή όταν το φυτό βρίσκετε σε περίοδο διάπαυσης.
Διάφοροι μικροοργανισμοί μπορεί να δεσμεύσουν τα θρεπτικά στοιχεία ενώ άλλοι τα μετατρέπουν σε αφομοιώσιμες μορφές. Μια τέτοια συμβιωτική σχέση μικροοργανισμού και φυτών είναι η μυκόριζα ή οποία μπορεί να βρεθεί στις ρίζες του φυτού. Τρέφονται από το φυτό ενώ παράλληλα επιβοηθούν την απορρόφηση του νερού και των θρεπτικών στοιχείων. Οι συμβιωτικές αυτές σχέσεις είναι πολύ θετικές κυρίως για τα φυτά που αναπτύσσονται σε εδάφη με έλλειψη αζώτου.
Η λίπανση συνήθως προωθεί την ανάπτυξη της βλάστησης του φυτού περισσότερο από την ανάπτυξη της ρίζας, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε ανισορροπία στην αναλογία βλαστός/ρίζα (shoot to root ratio). Επίσης μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των αναγκών του φυτού για νερό, κάνοντάς το πιο ευαίσθητο σε περιόδους ξηρασίας. Με άλλα λόγια η λίπανση μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της ανθεκτικότητας των φυτών στην ξηρασία.
Τα φυτά χρειάζονται επαρκή λίπανση για να αναπτύξουν βλάστηση. Ανεπαρκείς ποσότητες μπορεί να μειώσουν τον αριθμό και το μέγεθος των φύλλων, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε ελλιπή φωτοσύνθεση και επομένως σε ελλιπή ανάπτυξη. Η φωτοσύνθεση σε υπάρχοντα φύλλα είναι λιγότερο εξαρτώμενη από την λίπανση σε σχέση με αυτήν στα νέα φύλλα. Τα συμπτώματα ελλιπούς λίπανσης σε ήδη υπάρχοντα φύλλα μπορεί να μην φανούν εκτός αν υπάρξει έντονη έλλειψη θρεπτικών στοιχείων.
Πρακτικές λίπανσης.
Πριν την εφαρμογή λίπανσης πρέπει να ληφθεί υπόψιν αν το έδαφος είναι ανεπαρκές σε θρεπτικά στοιχεία. Αν αυτό συμβαίνει πρέπει να διαπιστωθεί αν αυτό οφείλεται σε έλλειψη θρεπτικών στοιχείων ή σε περιβαλλοντικούς παράγοντες. Επίσης το είδος του εδάφους πρέπει να ληφθεί υπόψιν καθώς και πόσο συχνά πρέπει να εφαρμοστεί μια λίπανση.
Το λίπασμα δεν πρέπει να εφαρμοστεί μόνο γύρω από τον κορμό του φυτού. Οι ρίζες π.χ. ενός δέντρου αναπτύσσονται πάνω από 1.5 φορές του ύψους του φυτού. Έτσι, η λίπανση πρέπει να εφαρμοστεί αναλόγως.
Πρέπει να αποφεύγετε η εφαρμογή λιπάσματος γρήγορης αποδέσμευσης κατά το τέλος καλοκαιριού, καθώς μπορεί να προωθήσει την βλάστηση, η οποία μπορεί να καταστραφεί από έναν επερχόμενο παγετό. Αργής αποδέσμευσης λίπανση μπορεί να εφαρμοστεί κατά τη διάρκεια όλου του έτους. Γενικά, αργής αποδέσμευσης λιπάσματα πρέπει να εφαρμόζονται, εκτός αν υπάρχει ανάγκη για εφαρμογή λιπάσματος γρήγορης αποδέσμευσης.
Δεν πρέπει να ξεπερνιέται η συνιστώμενη δόση της λίπανσης. Το αντίθετο μπορεί να οδηγήσει σε ασθένειες ή εντομολογικά προβλήματα, ή σε ‘κάψιμο’ της ρίζας.
Συμπερασματικά, κάθε περίπτωση λίπανσης πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά. Όλες οι λιπάνσεις πρέπει να βασίζονται σε εξέταση του εδάφους, στο είδος του φυτού και τις ανάγκες του.
Τα φυτά χρειάζονται μεγάλες ποσότητες μακροστοιχείων (macro-nutrients) αλλά μικρές ποσότητες μικροστοιχείων (micro-mutrients). Τα μακροστοιχεία περιλαμβάνουν άζωτο, φώσφορο, ποτάσιουμ, ασβέστιο (calcium), sulfur και μαγνήσιο, ενώ τα μικροστοιχεία περιλαμβάνουν χαλκό, μαγνήσιο, σίδερο, βόριο, chloride, ψευδάργυρο και μόλυβδο. Για όλα τα θρεπτικά στοιχεία, ελλιπής ή υπερβολική λίπανση του χώματος μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την υγεία του φυτού.
Οι “προμηθευτές” των στοιχείων αυτών κατατάσσονται σε ανόργανα, φυσικά οργανικά και συνθετικά οργανικά. Ανόργανα λιπάσματα παράγονται από τον άνθρωπο, ενώ τα οργανικά είναι υποπροϊόντα από κατάλοιπα φυτών ή ζώων. Συνθετικά οργανικά λιπάσματα είναι συνήθως χημικά προϊόντα που φτιάχνονται από τον άνθρωπο.
Τα οργανικά λιπάσματα βελτιώνουν την σύνθεση του χώματος και αλλάζουν τα επίπεδα υγρασίας του. Τα ανόργανα λιπάσματα δεν επηρεάζουν τις εδαφικές ιδιότητες. Τα περισσότερα οργανικά λιπάσματα ελευθερώνουν θρεπτικά στοιχεία με αργό ρυθμό στο χρόνο, εξαρτώμενα από μικροοργανισμούς για την διάλυσή τους. Ελευθερώνουν τα στοιχεία με τόσο αργό ρυθμό ώστε είναι πολύ πιθανόν να υπάρχουν επαρκείς ποσότητες όταν το φυτό τις χρειάζεται περισσότερο.
Παράγοντες που επηρεάζουν την απορρόφηση των θρεπτικών στοιχείων.
Ακόμα και με επαρκή ποσότητα θρεπτικών συστατικών στο χώμα, ξυλώδη φυτά μπορεί να παρουσιάσουν έλλειψη αυτών των στοιχείων. Αργιλώδη εδάφη απορροφούν περισσότερα θρεπτικά στοιχεία από τα αμμώδη.
Φτωχά σε υγρασία εδάφη, pH του εδάφους και αερισμός του εδάφους, είναι παραδείγματα περιβαλλοντικών παραγόντων. Μπορεί όμως ένα είδος φυτού να παρουσιάζει stress σε ένα περιβάλλον, ενώ ένα άλλο είδος όχι. Για παράδειγμα, Αζαλέα και Ροδόδεντρο προτιμούν εδάφη τόσο όξινα στα οποία άλλα φυτά δεν μπορούν να επιβιώσουν. Taxodium distichum και Cephalanthus occidentalis μπορούν να μεγαλώσουν σε υγρές περιοχές που άλλα φυτά αδυνατούν. Επίσης, οι μικροοργανισμοί του εδάφους, ο συναγωνισμός από άλλα φυτά και η υγιεινή κατάσταση του φυτού, επηρεάζουν την απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών.
Επίσης, η υγρασία του χώματος είναι απαραίτητη για την διάλυση των στοιχείων, κάνοντάς τα πιο άμεσα διαθέσιμα στο φυτό. Χώμα όπως το αργιλώδες, κατακρατά περισσότερο νερό από ότι ένα αμμώδες.
Το pH του εδάφους μπορεί επίσης να επηρεάσει την διαθεσιμότητα των στοιχείων. Σε αλκαλικά εδάφη, ασβέστιο, φώσφορος και μαγνήσιο μπορεί να γίνουν ανεπαρκή για τα φυτά, και το μαγνήσιο μπορεί να γίνει τοξικό. Σε αλκαλικά εδάφη, φώσφορος, σίδηρος, βόριο, μαγνήσιο και χαλκός, μπορεί να γίνουν ανεπαρκή.
Ο αερισμός του εδάφους είναι επίσης σημαντικός για την απορρόφηση των θρεπτικών στοιχείων. Εδάφη με περιορισμένο οξυγόνο μειώνουν την παραγωγή σακχάρων του φυτού, που με την σειρά του μειώνει την ενέργεια του φυτού διαθέσιμη για την απορρόφηση των στοιχείων.
Τα φυτά απορροφούν θρεπτικά στοιχεία ταχύτερα όταν το χώμα είναι ζεστό και με βραδύτερους ρυθμούς όταν αυτό είναι κρύο ή όταν το φυτό βρίσκετε σε περίοδο διάπαυσης.
Λίπανση γκαζόν με το χέρι. |
Η λίπανση συνήθως προωθεί την ανάπτυξη της βλάστησης του φυτού περισσότερο από την ανάπτυξη της ρίζας, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε ανισορροπία στην αναλογία βλαστός/ρίζα (shoot to root ratio). Επίσης μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των αναγκών του φυτού για νερό, κάνοντάς το πιο ευαίσθητο σε περιόδους ξηρασίας. Με άλλα λόγια η λίπανση μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της ανθεκτικότητας των φυτών στην ξηρασία.
Λίπανση γκαζόν με το χειροκίνητο διανομέα. |
Πρακτικές λίπανσης.
Πριν την εφαρμογή λίπανσης πρέπει να ληφθεί υπόψιν αν το έδαφος είναι ανεπαρκές σε θρεπτικά στοιχεία. Αν αυτό συμβαίνει πρέπει να διαπιστωθεί αν αυτό οφείλεται σε έλλειψη θρεπτικών στοιχείων ή σε περιβαλλοντικούς παράγοντες. Επίσης το είδος του εδάφους πρέπει να ληφθεί υπόψιν καθώς και πόσο συχνά πρέπει να εφαρμοστεί μια λίπανση.
Λίπανση με μηχανοκίνητο λιπασματοδιανομέα. |
Πρέπει να αποφεύγετε η εφαρμογή λιπάσματος γρήγορης αποδέσμευσης κατά το τέλος καλοκαιριού, καθώς μπορεί να προωθήσει την βλάστηση, η οποία μπορεί να καταστραφεί από έναν επερχόμενο παγετό. Αργής αποδέσμευσης λίπανση μπορεί να εφαρμοστεί κατά τη διάρκεια όλου του έτους. Γενικά, αργής αποδέσμευσης λιπάσματα πρέπει να εφαρμόζονται, εκτός αν υπάρχει ανάγκη για εφαρμογή λιπάσματος γρήγορης αποδέσμευσης.
Δεν πρέπει να ξεπερνιέται η συνιστώμενη δόση της λίπανσης. Το αντίθετο μπορεί να οδηγήσει σε ασθένειες ή εντομολογικά προβλήματα, ή σε ‘κάψιμο’ της ρίζας.
Συμπερασματικά, κάθε περίπτωση λίπανσης πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά. Όλες οι λιπάνσεις πρέπει να βασίζονται σε εξέταση του εδάφους, στο είδος του φυτού και τις ανάγκες του.