Θέλω να πιστεύω ότι η ιστορία του Μήτσου είναι αληθινή. Ότι υπήρξε στην πραγματικότητα μια δεδομένη ιστορική στιγμή στην οποία ένας άγνωστος προσφέρθηκε να κεράσει τον ανυποψίαστο για την απιστία της γυναίκας του κύριο Δημήτρη.
Αναγκαστικά σχεδόν την τοποθετώ στο μεσοπόλεμο, γιατί αυτού του είδους οι συμπεριφορές εκεί ξεκίνησαν, όταν οι Έλληνες ήταν ακόμα στα χωριά και αυτά με τα καθαρά κούτελα και τις τιμές τα παίρνανε πολύ σοβαρά, αλλιώς περπάταγες στην πλατεία και σε έπαιρναν από πίσω τα πιτσιρίκια και φωνάζανε “ο κερατάς, ο κερατάς”, ή άλλες συνώνυμες βλάχικες λέξεις που διαβάζουμε στην κλασική ελληνική πεζογραφία και βλέπουμε στο Νησί.
Κάπως σαν το Νησί τη φαντάζομαι κιόλας την ιστορία, αποχρωματισμένη, με πολλές σκιές και ώχρες, και τον κύριο Δημήτρη ένα απόγευμα, μετά τον καθημερινό κάματο, να πηγαίνει να πιει μια ρετσίνα στο κρασοπουλιό του χωριού του. Φαντάσου ένα μισοσκότεινο ημιυπόγειο με 4-5 ξύλινα τραπέζια, βαρέλια στο βάθος, πολύ καπνό, όχι πολλή βαβούρα, οι θαμώνες με ανθυγιεινές μούρες, αγρότες όλοι μετά τη δουλειά στα χωράφια - φέρε στο μυαλό σου τελοσπάντων τους κομπάρσους από το Νησί.
Ο σερβιτόρος (νεαρός ταλαντούχος καρατερίστας) πλησιάζει στο τραπέζι. “Τι θα πάρεις, κυρ Δημήτρη;” (Παρατηρούμε ότι παρόλο που δεν έχει την άνεση και την κοινωνική θέση για να αποκαλέσει τον ήρωά μας Μήτσο, χρησιμοποιεί τον ενικό που δείχνει ότι απευθύνεται σε θαμώνα). Ο κύριος Δημήτρης είναι στο στέκι του, και στο στέκι σου δεν μπορεί να μη σου δείχνουν σεβασμό. “Ένα μισόκιλο, Μανωλιό”. Μπλέκω λίγο τώρα τα ιδιώματα, γιατί θέλω να δείξω ότι πρόκειται για έναν πανελλήνιο μύθο, που αφορά όλους τους άντρες - από την Κρήτη ως τη Μακεδονία ή τα Ιόνια. Το είδος του μισού κιλού που παρήγγειλε ο σιορ Δημήτρης, επίσης είναι πανελλήνιο και δεν χρειάζεται παραπάνω προσδιορισμό.
Δεν θα ήταν φρόνιμο να υποθέσουμε ότι μετά ο Μανωλιός είπε “έφτασεεεε”, καθότι όπως είναι λογικό δεν φωνάζει κανείς σε ένα καπηλειό που δεν έχει και μουσική όπως αυτό, ενώ αντίθετα φωνάζει σε ένα καφενείο. Είναι προφανές ότι τίποτα άλλο πέρα από τα αναγκαία δεν είπαν μεταξύ τους, όπως είναι η παράδοση μεταξύ των Ελλήνων, που δεν γουστάρουν και πολύ τις φραγκολεβαντίνικες ευγένειες.
Στη σκηνή ο Μανώλης, ο σερβιτόρος, δεν ξαναμιλάει. Με το που ακουμπάει την καράφα στο τραπέζι, ο κύριος Δημήτρης αισθάνεται ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο του.
«Κερασμένη, ρε Μητσάρα», του λέει χαμογελώντας ένας κύριος της ελληνικής υπαίθρου με τον οποίο ο κυρ Δημήτρης δεν είχε πολλά πολλά, γιατί ήταν από την Άνω Νερατζιά, ενώ ο ίδιος ήταν περήφανος κάτοικος της Κάτω εδώ και δύο γενιές.
Έτσι περήφανα λοιπόν του απαντάει “Ποιος είσαι ρε φίλε, σε ξέρω;”.
Ο γαλαντόμος Ανωνεραντζιώτης τότε του λέει: “Δεν πειράζει ρε Μητσάρα, σε ξέρω εγώ” ή “Δεν πειράζει Μητσάρα, εσύ έχεις κεράσει ήδη” - διίσταται εδώ η παράδοση, αλλά το σίγουρο είναι ότι το υπονοούμενο ήταν ότι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο αντρών ήταν η άπιστη γυναίκα του κυρίου Δημήτρη.
Δεν ξέρουμε πώς αντέδρασε ο Μήτσος, αν δέχτηκε το κέρασμα ή αν μπουκέτωσε το θρασύ Ανωνεραντζιώτη, και δεν έχει σημασία. Ο θρύλος περιγράφει τον εφιάλτη του άντρα που όχι μόνο τον κερατώνει η γυναίκα του, αλλά το μαθαίνει και ο κοινωνικός του κύκλος, και έχει επιζήσει μέχρι τις μέρες μας.
ΜΥ(ΟΙ)ΧΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
Το '60 ο Μητσάρας μπορεί να λεγόταν Δημήτριος, το '80 Τζίμης, το 2010 μπορεί να έχει και ψευδώνυμο και να είναι ο dark_dandy του Twitter, ωστόσο ο μύθος επιζεί και λειτουργεί αποτρεπτικά, γιατί τουλάχιστον σε αυτό ο Έλληνας είναι όπως ήταν ο προπάππους του. Σχέσεις κάνουμε με αυτές που μας εμπνέουν ασφάλεια, με τις άλλες κάνουμε one night stands και κερνάμε πάντα εμείς στα τραπέζια.
Το πρόβλημα είναι ότι ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις, δεν θα έρθει καμία να σου πει “άκου να δεις Μήτσο μου, να την κάνουμε τη σχέση, αλλά να ξέρεις ότι εμένα δεν με αφήνει ασυγκίνητη κανείς με δύο χέρια και δύο πόδια, και τώρα που το σκέφτομαι δεν θα τα χαλάσουμε αν δεν συμπληρώνει και 4 μέλη ο άλλος”. Οπότε το πας λίγο με διαίσθηση, λίγο με κάνα δυο κριτήρια που σου έχουν πει κάτι μεγαλύτεροι φίλοι σου και αναγκαστικά την αλάνθαστη μέθοδο του trial and error – ελληνικά, τρώγωντας τα μούτρα σου. Η προσωπική μου στατιστική εμπειρία δείχνει ότι μία στις 10 κάνει για σχέση, το πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρεις με ποια σειρά, δεν είναι ότι κρατάτε και νούμερα σαν τα καλλιστεία.
Οι περισσότερες γυναίκες πιστεύουν ότι δείχνουν χαρακτήρα αν δεν κάνουν σεξ στο πρώτο ραντεβού - “να μη μας πούνε εύκολες και να δείξουμε ότι είμαστε σοβαρές κοπέλες, για σχέση”. Το 70% βέβαια κάνει στο δεύτερο, αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενό μας. Το θέμα είναι ότι δεν έχει σημασία πώς αρχίζει μια σχέση, αλλά πώς εξελίσσεται. Πάνω στο μήνα την έχεις πάρει την απόφασή σου. Μπορεί να γνωρίσεις τη Σμαράγδα, 22, σε ένα κλαμπ μία η ώρα το βράδυ, και να καταλήξετε στο κρεβάτι στις 5, να ξυπνήσεις μαζί της το επόμενο πρωί και τα περισσότερα των επόμενων 4 χρόνων. Μπορεί να γνωρίσεις και την Αντέλ, επίσης 22, να σου ξεκαθαρίσει ότι δεν θα γίνει τίποτα πριν περάσει ένας μήνας, να περάσουν τελικά τρεις εβδομάδες και να εξαφανιστείς στις τέσσερις.
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Από την άλλη, βέβαια, ένα πολυπληθές ερωτικό ιστορικό δεν
είναι καθόλου ελκυστικό για εμάς. Είπαμε, ο Έλληνας άντρας είναι σαν τον
κύριο Μήτσο, είναι συντηρητικός, είναι και λίγο σεξιστής, αλλά δεν
κρίνουμε τώρα, δεν αλλάζουν κι εύκολα αυτά τα πράγματα, αυτό είναι το
υλικό σας κυρίες μου, με αυτό πρέπει να δουλέψετε. Ένα μικρό νούμερο
λοιπόν είναι προτιμότερο και αυτό να ξέρετε ότι θα θέλαμε να είναι πάντα
μικρότερο από ό,τι σας λέμε. Παρ' όλα αυτά υπάρχει κατανόηση και για
τις δεσποινίδες με πλούσιο παρελθόν, γιατί ξέρουμε ότι ανήκουν σε δύο
κατηγορίες.
Η πρώτη είναι τα ανήσυχα πνεύματα, που αναζητούν καινούργιες
εμπειρίες και ηδονές, που δεν είδαν ποτέ πάρτι που να μην τους άρεσε,
που με κάθε ευκαιρία σου πετάνε τις λέξεις “πάθος” και “ανεξαρτησία” στη
μούρη, που είναι ηθοποιοί. Η δεύτερη είναι γυναίκες που χρησιμοποιούν
με μεγάλη εξωστρέφεια τη σεξουαλικότητά τους για να προσελκύσουν τους
άντρες, αλλά στην ουσία είναι σχεσάκηδες. Όταν τους κάτσει η σχέση
ηρεμούν και απ' αυτή την κατηγορία μπορούμε να αγοράσουμε - από την
πρώτη κυρίως νοικιάζουμε και επιστρέφουμε. Επειδή μοιάζουν στη
συμπεριφορά, είναι δύσκολο να τις διακρίνει ακόμα και το έμπειρο μάτι.
Το
ακόλουθο τεστ βοηθάει. Κατά τη διάρκεια του dating συνοδεύουμε την εν
λόγω κυρία σε μπαρ, κλαμπ, μπίνγκο, ό,τι έχουμε πιο εύκολο, δυο τρεις
φορές στη σειρά. Δεν πρέπει να συμβούν τα ακόλουθα: Να σκανάρει
οτιδήποτε κινείται στον περιβάλλοντα χώρο ενώ της μιλάμε και να τη
χαιρετήσει πάνω από ένας άνθρωπος. Αν τη χαιρετήσει μπάρμαν ή σερβιτόρος
πιάνει για δύο, διαχυτικός χαιρετισμός πιάνει για τρία, σε περίπτωση
που ακουστεί η φράση “πού χάθηκες ρε Μαράκι” πιάνει για 114.
Εδώ να ξεδιαλύνουμε και άλλη μια γυναικεία παρανόηση. Το να
βάζεις τον υποψήφιο να περνάει από στεφάνια φωτιάς (τύπου δεν σου
κάθομαι, να με πάρει αυτός τηλέφωνο ή μούτρα αν δεν κλείσεις τραπέζι στο
Coo) δεν αποδεικνύει την επιμονή και το ενδιαφέρον μας. Αποδεικνύει
όμως δύο πράγματα για εσάς: Ότι είστε ανασφαλείς και χρειάζεστε συνεχή
επιβεβαίωση και ότι μπαίνετε σε μια σχέση μόνο για να παίρνετε. Επειδή
καμία σχέση όπου ο άντρας κυνηγάει τη γυναίκα περισσότερο από ό,τι
εκείνη δεν έχει επιβιώσει, μαζί με τα άλλα χαρακτηριστικά βάλε και τη
δοτικότητα και το θάρρος να εκφράζετε τα συναισθήματά σας.
Τώρα βέβαια να πούμε ότι σε αυτά με τις σχέσεις τίποτα δεν
είναι σίγουρο, γιατί αν ήταν ο Γούντι Άλεν δεν θα έκανε μία ταινία το
χρόνο εδώ και 40 χρόνια. Μπορεί εσύ να είσαι όμορφη, έξυπνη, δοτική,
σέξι, αφοσιωμένη, τα καλοκαίρια να περπατάς πάνω στο νερό, και πάλι ο
κύριος Μήτσος να σε εκθέσει για κάνα μήνα μέχρι να σε παρατήσει. Δεν
πειράζει. Τα καλά παιδιά είναι στην Κάτω Νεραντζιά.