Γυναίκες και πολιτική καριέρα

Η ενασχόληση με την πολιτική αποτελεί για τις περισσότερες γυναίκες στη χώρα μας,
και όχι μόνο, μια δύσκολη και κάποτε οδυνηρή εμπειρία, αφού η σχέση τους μαζί της διαμορφώνεται με άνισους, αναφορικά με τους άνδρες, όρους. 


Φορτωμένες με πολλαπλούς ρόλους, μόνες, στις περισσότερες περιπτώσεις, υπεύθυνες για τα παιδιά, τη φροντίδα των εξαρτώμενων ατόμων της οικογένειας -μωρά, κατάκοιτοι/ες ηλικιωμένοι/ες, κ.λπ.- της πλειοψηφίας των ενδοοικογενειακών υποχρεώσεων, με απωθημένες επιθυμίες και ανάγκες, σε συνεχή εργασιακή ενασχόληση (που μόνον ένα μέρος της είναι αναγνωρίσιμο και αμειβόμενο, καθώς το υπόλοιπο παραμένει αόρατο, άμισθο, ανασφάλιστο και μη αναγνωρίσιμο, χαμένο στον άχρωμο και αόριστο όρο του «νοικοκυριού»), ενώ πολύ συχνά το οικογενειακό και ευρύτερο περιβάλλον είναι έτοιμο να τις εγκαλέσει «για παραμέληση των παιδιών» και των λοιπών υποχρεώσεών τους.

Και ούτε λόγος φυσικά για κοινωνική μητρότητα, αναδιανομή των ενδοοικογενειακών υποχρεώσεων μεταξύ των συντρόφων, ανακατανομή του ενδοοικογενειακού χρόνου υπέρ και των γυναικών. Ζητήματα βαθιά πολιτικά, που αμφισβητούν τις έμφυλες εξουσιαστικές δομές της ελληνικής οικογένειας, απωθούνται στα συσκοτισμένα όρια του «ιδιωτικού» και αποσιωπώνται. (Και μη σπεύσουν κάποιοι/ες να ισχυριστούν πως αυτά είναι κατάλοιπα του παρελθόντος που αλλάζουν στις νεότερες γενιές, γιατί η σχετική έρευνα του Eurostart (2007) είναι πραγματικά αποκαρδιωτική: μόνο το 3% των Ελλήνων συμμετέχει στις υποχρεώσεις του νοικοκυριού!)
Το γεγονός, κατά κανόνα, δεν γίνεται αντιληπτό ούτε καν στο στενό οικογενειακό περιβάλλον των γυναικών και ακόμα λιγότερο φαίνεται να το λαμβάνουν υπόψη τους οι πολιτικοί φορείς κατά τους σχεδιασμούς τους.
Για τη συλλογική κοινωνική συνείδηση η πολιτική αποτελεί έναν ανδρικό χώρο. Ανέκαθεν, έτσι ή αλλιώς, η ενασχόληση με τις δημόσιες υποθέσεις υπήρξε υπόθεση μιας λέσχης ανδρών, με χαρακτηριστική περίπτωση την αρχαία δημοκρατία των ελεύθερων Αθηναίων ανδρών. Οι γυναίκες συνδέονται με την ιδιωτική σφαίρα της ζωής και τη μητρότητα-πεπρωμένο .
Η είσοδος τους στην πολιτική, συνεπώς, αποτελεί μια παρέκκλιση του -αρσενικού πάντοτε- κανόνα, ο οποίος εκφράζεται χαρακτηριστικά στη φιλοσοφία, τη δομή και τον τρόπο λειτουργίας όλων των γνωστών μέχρι σήμερα πολιτικών σχημάτων και δομών, που διαμορφώθηκαν με βάση την ανδρική εμπειρία και τις ανδρικές ανάγκες.
Έτσι, δεν είναι τυχαίο που η πολιτική (και εκλογική βεβαίως) συμπεριφορά των γυναικών που αρχίζει να απασχολεί με εξαιρετική καθυστέρηση, μόλις τη δεκαετία του ’80, την πολιτική επιστήμη και την έρευνα ευρύτερα, συγκρίνεται πάντοτε με αυτήν των ανδρών (με τον κανόνα δηλαδή), ενώ οι ίδιες δεν μελετώνται «ως αυτόνομα πολιτικά δρώντα υποκείμενα, αλλά ως απόκλιση από το πρότυπο πολιτικότητας των ανδρών» (ΚΕΘΙ, 2006).
Πολλοί/ές θα σπεύσουν να αμφισβητήσουν μια τέτοια άποψη Πάντως, εκείνες οι γυναίκες που, παρά τα βάρη και τους ρόλους που καλούνται να διεκπεραιώσουν, επιμένουν να συμμετέχουν στις πολιτικές δραστηριότητες, και μάλιστα διεκδικούν μια θέση σε όργανα όπως το Κοινοβούλιο, αντιμετωπίζονται με προκατάληψη-εισβολείς σε χώρο που δεν τους ανήκει- παραμερίζονται ή και παρακάμπτονται από μηχανισμούς εφόσον χρειασθεί, κρίνονται δε καθημερινά με τον πιο αυστηρό τρόπο.
Αρκεί έστω και μια μικρή παράλειψη (ή και λίγα περισσότερα κιλά, για να θυμηθούμε την ανθρωποφαγική υποδοχή της κ. Παπαρήγα στη θέση της Γενικής Γραμματέα του ΚΚΕ) για να αναδειχθούν τα σεξιστικά στερεότυπα, τα σχετικά με το ρόλο και τον προορισμό του γυναικείου φύλου, που προτάσσονται μέσω ενός εξίσου σεξιστικού λόγου. Κι αξίζει εδώ η παρατήρηση πως ευρύτερα ο πολιτικός λόγος χαρακτηρίζεται από σεξισμό, όχι μόνον όταν απευθύνεται απαξιωτικά προς τις γυναίκες ή χρησιμοποιεί θηλυκά χαρακτηριστικά για να μειώσει αντιπάλους, αλλά, κυρίως, με το να καθιστά τις γυναίκες αόρατες στο πλαίσιό του και να αναπαράγει την πατριαρχική αντίληψη πως το αρσενικό γένος μπορεί και επιβάλλεται να εκφράζει και τα δύο γένη.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, χάρη στη φεμινιστική σκέψη και τους αγώνες των ίδιων των γυναικών, αναπτύσσεται ευρεία συζήτηση για την αναγκαιότητα ισόρροπης συμμετοχής των γυναικών στη δημόσια σφαίρα της ζωής και ειδικότερα στην πολιτική, η οποία, μάλιστα, συνδέει τη συμμετοχή αυτή με την ποιότητα της δημοκρατίας, την κοινωνική συνοχή και την ανάπτυξη. Στο πλαίσιό της αναδεικνύονται δύο από τις βασικές προϋποθέσεις εξασφάλισής της: αυτή της επίτευξης της ενδοοικογενειακής δημοκρατίας και αυτή της γενικευμένης εφαρμογής έμφυλων πολιτικών και μέτρων, οριζόντιων και κάθετων, σε κάθε τομέα δραστηριότητας (από την έμφυλη διάσταση των κρατικών προϋπολογισμών έως την ένταξη της οπτικής του φύλου στα δημόσια έργα). Η κοινωνία και οι πολιτικοί της σχηματισμοί πρέπει να αποδεχθούν πως οι γυναίκες διεκδικούν πλέον την ουσιαστική συμμετοχή τους στα όργανα και τις αποφάσεις που επηρεάζουν τη ζωή τους. Η σημερινή κατάσταση της απουσίας τους από τα κέντρα των πολιτικών και οικονομικών αποφάσεων αποτελεί σημαντικότατο δημοκρατικό έλλειμμα και αναδεικνύει την ένδεια της κυρίαρχης πολιτικής κουλτούρας, αλλά και πολυσυζητημένων εννοιών όπως αυτές της «κοινωνίας των πολιτών» ή της «ιδιότητας του πολίτη». Κι όπως τονίζεται στο άρθρο 181, του Στρατηγικού Στόχου G1 της 4ης Παγκόσμιας Διάσκεψης για τις Γυναίκες (Πλατφόρμα Πεκίνου, 1995) «Η επίτευξη του στόχου της ίσης συμμετοχής των γυναικών και των ανδρών στα κέντρα λήψης αποφάσεων, θα επιφέρει την ισορροπία, η οποία θα αντικατοπτρίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια τη σύνθεση της κοινωνίας και είναι απαραίτητη, ώστε να ενδυναμωθεί η δημοκρατία και να προωθηθεί η ορθή λειτουργία της τελευταίας».
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...