Ψεύτικες Σχέσεις

Ένιωσε το στομάχι της να γίνεται πέτρα.

Τα έντερα της σφίχτηκαν σε έναν στρόβιλο που της ρουφούσε την ανάσα και άκουσε τον χτύπο της καρδιάς της μέσα στο κεφάλι της.
«Μην το κάνεις» ικέτευσε σιωπηλά στο μυαλό της.
Όμως  εκείνος το έκανε.
Το είπε.
Κοιτούσε την οθόνη του υπολογιστή της, αποσβολωμένη.
Αυτό που είχε ξεκινήσει πέντε λεπτά πριν σαν  ερωτικό παιχνίδι, της άνοιγε τα μάτια.
Εκείνος, δεν είχε καταλάβει ότι η γυναίκα με την οποία μιλούσε και βρισκόταν πίσω από την οθόνη, ήταν η δική του.
Καταβρόχθιζε τις λέξεις του ανήμπορη να αντιδράσει.
«Δεν ήξερε τι ήθελε»… Τον άκουγε να περιγράφει στην εικονική άγνωστη, τις συνήθειες της, τα προβλήματά τους.
Τον έβλεπε να ανοίγεται με μια άνεση απίστευτη και πρωτόγνωρη και ήταν ίσως η πιο ουσιαστική συζήτηση που είχε κάνει ποτέ μαζί του. Μόνο που εκείνος δεν την έκανε με κείνη αλλά με μια άγνωστη που είχε γνωρίσει τυχαία στο ίντερνετ..

Ένιωθε σοκ, λύπη , κατανόηση όλα μαζί.
Και πονούσε.
Για την προδοσία, γιατί δεν μπόρεσε ποτέ να της μιλήσει έτσι, γιατί δεν της άφηνε πολλά περιθώρια.


Δεν τον ρώτησε να μάθει μυστικά.
Δεν ήταν αυτό το ζητούμενο, να τον κοροϊδέψει, αλλά να μάθει επιτέλους την αλήθεια. Και την έμαθε.
Δεν θα του έλεγε τίποτα.
Θα εξαφανιζόταν απλά.

Τι να πεις σε τέτοιες περιπτώσεις;
Ξάπλωσε και κοίταξε το ταβάνι. Τα δάκρυα της κύλησαν.
Ένιωθε ενοχές, ένιωθε λύπη, δεν ένιωθε θυμό.
Δεν της είχε πει κάτι προσβλητικό.
Απλά ξεδίπλωνε σε μια άγνωστη που δεν είχε ξαναδεί, όλο του το προβληματισμό.
Επί 6 ώρες μιλούσαν  για κείνη.
Με έναν διεστραμμένο τρόπο είχε ευχαριστηθεί την παρέα του, συνήθως δεν της απαντούσε καν στις ερωτήσεις της και στις προσπάθειες της να μιλήσουν. Τους τελευταίους μήνες είχε νιώσει τόση μοναξιά.
Το ΜΣΝ χτύπησε.
Ήταν αυτός.
Καλούσε την άγνωστη.
Όχι εκείνη.
Ήξερε ότι δεν έπρεπε να το σηκώσει, αλλά το έκανε.
Μίλησαν κι άλλο, για κείνη την κοπέλα του.
Ήταν απόλυτα ειλικρινής.
Σε μια αυθόρμητη κίνηση του απάντησε,ότι εφόσον ένιωθε έτσι έπρεπε να μιλήσει στην κοπέλα του, να μην στερεί την αξιοπρέπεια του άλλου με να τον αφήνει στο σκοτάδι.Μετά από λίγα λεπτά γραπτής συζήτησης, χτύπησε το τηλέφωνο της.
«Θέλω να μιλήσουμε της είπε»
Έπρεπε να σε παροτρύνει κάποιος άλλος να κάνεις το σωστό;
σκέφτηκε.
Ήταν απογοητευμένη.
Γιατί οι άντρες σε βάζουν σε κουτάκια και δεν σου δίνουν μια ευκαιρία; Μπορούσαν να μιλάνε και να περνάνε καλά, απόδειξη οι τελευταίες κουβέντες τους.
Η μήπως ήταν το νέο, το απαγορευμένο;
Δεν της είπε για την άγνωστη, αλλά της είπε για την δυσκολία που έχει να ανοιχτεί, για το ότι δεν ξέρει πως νιώθει.
Τον ευχαρίστησε για την ειλικρίνεια του  και ετοιμάστηκε να κλείσει.
«Θέλω να έρθω να σε  δω.» της είπε


Απελευθερωμένος από τις αλυσίδες που μόνος του έβαζε, ένιωσε αγάπη, έρωτα και ήθελε να έρθει.
Του έγραψε στο τσατ σαν άγνωστη.
«Πως πάει;»
«Καλά, θέλω να πάω να την δω»

Δεν ήταν ψεύτης λοιπόν, ούτε ψαχνόταν.
Του είπε να έρθει. Ντρεπόταν για την αδυναμία της αλλά τον έχανε, και τον αγαπούσε, είχε ανάγκη και κείνη να γαντζωθεί στο ψέμα. Δεν  ήταν έτοιμη να πάρει ριζικές αποφάσεις.
Εκείνο το βράδυ έκαναν έρωτα με τόση τρυφερότητα και ρομαντισμό όπως τον πρώτο καιρό.
Το βράδυ όταν έφυγε με ένα χαμόγελο στα  χείλη, μπήκε στο ΜΣΝ με σκοπό να του βρει μια δικαιολογία για να κόψει την επικοινωνία που είχαν, σαν άγνωστοι. Ένιωθε ενοχές.
Θα έβρισκε τρόπο να τον προσεγγίσει μέσα από την σχέση τους, ίσως εκείνος να κατάφερνε να μην φοβάται να της μιλήσει, ίσως υπήρχε ελπίδα, εάν και εφόσον ήταν ειλικρινής.
Μπήκε στο τσατ ενώ ταυτόχρονα του μιλούσε από το τηλέφωνο.
Άκουγε τα πλήκτρα του, έπρεπε να τον ρωτήσει.
Τον ρώτησε που πληκτρολογεί και της είπε μια δικαιολογία.

Ένιωσε άσχημα.
Που το κακό να της έλεγε ότι γράφει στο ΜΣΝ; Σε μια κοπέλα που γνώρισε και που τον είχε βοηθήσει να δει τι θέλει πιο καθαρά;
Που πήγε η καινούργια του απόφαση να είναι πιο ειλικρινής;
 
Του είπε ότι δεν τον πιστεύει και έκλεισε το τηλέφωνο.
Την άφησε να φύγει.
Απογοητευμένη αναρωτήθηκε αν εκείνος θα  το ανέφερε στην άγνωστη.
Και κει τον έπιασε να λέει το πρώτο ψέμα.
Και δεύτερο.
Αστραπιαία της πέρασε μια τρελή σκέψη και πριν προλάβει να την επεξεργαστεί  του πρότεινε να κάνουν σεξ από το ίντερνετ.
Δέχτηκε αμέσως και ξεκίνησε.
Άρχισε να της περιγράφει καταστάσεις ερωτικές, και κείνη συμμετείχε  αποσβολωμένη, να τον παρακολουθεί να την προδίδει, με τον εαυτό της.
Έφερε την κουβέντα στην κοπέλα του, κατά πόσο το θεωρούσε απιστία.
Το θεωρούσε.
Κατά πόσο του άρεσε να κάνει έρωτα με την κοπέλα του, άρχισε να ρωτά προσωπικά πράγματα όπως πως ήταν το στήθος της.
Το σχήμα των γλουτών της.
 
Και εκείνος ξέρναγε τα πάντα, μαζί με το τι θα ήθελε να  κάνει σε κείνη, την άγνωστη.

Τον έκοψε απότομα και τον ρώτησε.
«Πώς ξέρεις ότι δεν είμαι άντρας;
Πώς ξέρεις ότι δεν είμαι εκείνη;
Πώς μπορείς να φέρεσαι τόσο ανόητα;»
Κόπηκε.
Άρχισε να τα μπαλώνει. Δεν το είχε σκεφτεί έτσι, είπε.
Δεν σκέφτηκε.
Ήταν πολύ αργά.
Η επόμενη μέρα ήταν δύσκολη. Δεν ένιωθε τίποτα.
Δεν ήξερε αν θα του έλεγε ότι ήταν εκείνη. Ένιωθε ότι αν πιανόταν από αυτό για να βγει από πάνω ότι θα τον σκότωνε.
Ένιωθε τόσο γδυμένη από αξιοπρέπεια και από την πράξη της αλλά και από το φέρσιμό του που δεν ήξερε πια τι ήταν σωστό και τι λάθος.
Έβαλε μουσική, και ξαφνικά κάτι μέσα της έκανε κλικ.
Την έπιασε ένας λυτρωτικός θυμός, ένιωσε να ψηλώνει δέκα πόντους. Πήγε τραγουδώντας σαν τρελή στο άλλο δωμάτιο και έπιασε τον εαυτό της να χορεύει όσο έφτιαχνε τις βαλίτσες της.
Από μπροστά της πέρασαν όλοι οι πρώην άντρες που αγάπησε, που την αγάπησαν, που τους πλήγωσε. την πλήγωσαν
Φάνηκε σαν σταγόνα στον ωκεανό αυτό που ζούσε τώρα.
Θα πέρναγε.

Το κινητό της χτυπούσε.
Κοίταξε την οθόνη.
«Γιάννης σας καλεί»
Το έκλεισε και με δυο τρεις γρήγορες κινήσεις  πάτησε τα κουμπιά αλλάζοντας τα στοιχεία του.
Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε.
«Γλίτσας σας καλεί»

Ο Γιάννης υπήρχε μέσα της, θα της έλειπε, θα τον πενθούσε.

Για την ώρα όμως είχε να αντιμετωπίσει αυτόν που τον υποδυόταν.
Και να τον δει καλά για αυτό που ήταν.
Έκλεισε το τηλέφωνο και δυνάμωσε την μουσική.
«Σ ‘αγαπάει» είπε μια φωνή μέσα της.
Η ανάγκη της να νιώσει ότι αγαπήθηκε δεν σταματούσε.

«Αν μ’ αγαπούσε θα πρόσεχε να μην με χάσει» απάντησε μόνη της.
«Αν μ’ αγαπάει, θα κινήσει γη και ουρανό» σκέφτηκε.
Αλλά δεν θα έβαζε στοίχημα γι αυτό, ούτε θα περίμενε.
Ήξερε, ότι όποιος αγαπάει δεν φέρεται έτσι.
Αύριο θα ταξίδευε και θα πήγαινε διακοπές. Θα άλλαζε παραστάσεις.
Έβαψε τα μάτια της, τα χείλη της. και βγήκε μέσα στην νύχτα, στην καινούργια της ζωή.
Ίσως να ήταν και καλύτερη ποιος ξέρει;
Το καλοκαίρι μόλις ξεκινούσε και ένιωθε δυνατή.




Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...