Είναι τελικά σχέσεις αγάπης, πάθους ή σχέσεις που καταλήγουν σε κατάθλιψη, μίσος και εκδίκηση;
Όλα ξεκινούν τόσο όμορφα, τόσο αθώα, τόσο γλυκά, γιατί έρχεται στην ζωή μας από εκεί που δεν το περιμένουμε, από εκεί που νομίζουμε ότι ζούμε τα ίδια πράγματα και τις ίδιες καταστάσεις καθημερινά. Κοιμόμαστε και ξυπνάμε με τον ίδιο κενό μέσα μας και με την ίδια ανασφάλεια, ότι δεν μπορούμε να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε, δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε είτε γιατί έχουμε πληγωθεί στο παρελθόν, είτε γιατί όλοι μας φαίνονται ίδιοι και αδιάφοροι. Ξαφνικά η ζωή μας αποκτά νόημα και στην καρδιά μας νιώθουμε αυτό το περίεργο φτερούγισμα που νιώσαμε για πρώτη φορά όταν ερωτευθήκαμε στην παιδική μας ηλικία.Κάθετι όμορφο, δυστυχώς δεν κρατάει πολύ. Όλα μπορούν να γκρεμιστούν σε ένα λεπτό, σε δευτερόλεπτα και όλη αυτή η ευτυχία που περιμέναμε πως και πως να νιώσουμε να γίνει λύπη και απογοήτευση όταν ακούσουμε την λέξη ΕΙΜΑΙ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟΣ, ΕΧΩ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ.
Εκείνη την στιγμή υπάρχουν δύο επιλογές: ή συνεχίζουμε να ζούμε τον απαγορευμένο έρωτα ή κλειδώνουμε βαθιά μέσα μας όλα τα συναισθήματα γιατί υπάρχει το ΠΡΕΠΕΙ,ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΣΤΑΜΑΤΗΣΩ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΣΥΝΕΧΙΣΩ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΚΟΨΩ ΠΡΕΠΕΙ, ΠΡΕΠΕΙ, ΠΡΕΠΕΙ. Στην θεωρία είναι όλα εύκολα, αλλά στην πράξη ακολουθούμε όλοι το συναίσθημά μας ή την λογική;
Δεν νομίζω. Παρασυρόμαστε σε ένα παιχνίδι με άνισους κανόνες και όρους, γιατί λέμε θέλω να το ζήσω, θέλω να το νιώσω και ας μην υπάρχει μέλλον. Ακολουθούμε έναν δρόμο, μια πορεία που οδηγεί σε αδιέξοδο, που οδηγεί σε έναν τοίχο που όσο και αν προσπαθήσουμε δεν πρόκειται να τον γκρεμίσουμε ποτέ. Ξεκινάμε μια σχέση που από την αρχή ξέρουμε ότι υπάρχουν κανόνες, περιορισμοί και απαγορεύσεις, παρ’ όλο αυτά ρισκάρουμε και λέμε ας το κάνω και όπου πάει.
Χωρίς να το καταλάβουμε περνάει ο καιρός και ο ένας μήνας γίνεται ένας χρόνος και ο ένας χρόνος γίνεται χρόνια και μέρα με την μέρα ο παντρεμένος γίνεται κομμάτι του εαυτού μας, γίνεται η καθημερινότητά μας, γίνεται το άλλο μας μισό. Όλο αυτό μας πονάει, μας θλίβει γιατί δεν τον έχουμε δικό μας και πάντα θα τον μοιραζόμαστε και πάντα θα ερχόμαστε τελευταίες. Υπάρχουν στιγμές που νιώθουμε τόση μοναξιά, τόση μελαγχολία πιο πολύ από ότι νιώθαμε στην αρχή προτού τον γνωρίσουμε. Γυρνάμε σπίτι και είμαστε μόνες, δεν μπορούμε να τον πάρουμε ούτε τηλέφωνο γιατί είναι με την οικογένειά του. Θέλουμε να μοιραστούμε τις στιγμές της ημέρας μας, να συζητήσουμε, να βγούμε και φυσικά δεν γίνεται. Πράγματα απλά, καθημερινά αλλά στην πραγματικότητα γεμάτα ουσία και ζωντάνια.
Συμβιβαζόμαστε με όλη αυτήν την κατάσταση και ξαφνικά συνειδητοποιούμε ότι έχουμε γίνει ένα πιόνι και κατευθυνόμαστε σύμφωνα με τους κανόνες που έχει ορίσει κάποιος άλλος είτε είναι η μοίρα, είτε είναι ο ίδιος, πάντως δεν είμαστε εμείς…………. Τι κάνουμε; Το σταματάμε ή συνεχίζουμε ξέροντας ότι όλη αυτή η αγάπη μπορεί να μας οδηγήσει στα όριά μας και να δοκιμάσει τις αντοχές μας;