Αν ένας οδηγός οδηγεί για περισσότερες από δύο, το πολύ τρεις, ώρες το βράδυ, χωρίς διακοπή για ξεκούραση, είναι σαν να οδηγεί μεθυσμένος, σύμφωνα με μια νέα ολλανδο-γαλλική επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές των πανεπιστημίων της Ουτρέχτης και του Μπορντό, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο εξειδικευμένο επιστημονικό περιοδικό για θέματα ύπνου "Journal of Sleep Research", έκαναν πειράματα με 14 υγιείς οδηγούς ηλικίας 21 έως 25 ετών, οι οποίοι οδηγούσαν το βράδυ, υπό την παρουσία και εποπτεία επιτηρητή, για δύο έως οκτώ ώρες, με σταθερή ταχύτητα 130 χλμ., στην μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας.
Η έρευνα (οι εθελοντές οδηγοί βιντεοσκοπούνταν συνεχώς) έδειξε ότι μετά από μόλις δύο ώρες στο τιμόνι, οι οδηγοί έκαναν τα ίδια λάθη που θα έκαναν αν είχαν ποσότητα 0,05% αλκοόλ στο αίμα τους. Στις τρεις ώρες, η απόδοση τους στην οδήγηση είχε πέσει και άλλο, που αντιστοιχούσε σε ποσότητα αλκοόλ 0,08% στο αίμα, ενώ στις 4,5 ώρες τα λάθη από την κούραση αναλογούσαν σε αλκοόλ 0,10%.
"Οι οδηγοί θα πρέπει να παίρνουν πολύ στα σοβαρά τη νύστα τους στο τιμόνι, καθώς αποτελεί μια από τις κύριες αιτίες δυστυχημάτων στους δρόμους. Δυστυχώς όμως δεν συνειδητοποιούν μερικές φορές τη νύστα τους, την μειωμένη εγρήγορση και την έλλειψη αντανακλαστικών. Διάφορα πράγματα, όπως η ακρόαση δυνατής μουσικής ή το άνοιγμα του παραθύρου, δεν βοηθούν ιδιαίτερα. Αυτό που συστήνουμε, είναι να μην οδηγούν συνεχόμενα τη νύχτα πάνω από δύο ώρες", ανέφεραν οι ερευνητές και εισηγούνται ότι αυτό το όριο θα πρέπει να θεσμοθετηθεί επισήμως από τις εθνικές νομοθεσίες, ώστε να περιοριστούν οι θάνατοι και τα δυστυχήματα, κυρίως στις εθνικές οδούς.
Εκτιμάται ότι περίπου το ένα πέμπτο όλων των ατυχημάτων στους δρόμους οφείλεται στη νύστα (αν και, εκ των πραγμάτων, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια ένα τέτοιο ποσοστό). Έρευνες έχουν δείξει ότι ένας στους τρεις οδηγούς παραδέχεται πως οδηγεί νυσταγμένος το βράδυ, ενώ στους τρεις στους τέσσερις ότι οδηγούν κουρασμένοι.
Στην πράξη, οι περισσότεροι οδηγοί οδηγούν περισσότερο από τρεις ώρες συνεχόμενα τη νύχτα, ενώ κανονικά, σύμφωνα με τους ερευνητές, θα έπρεπε να σταματούν κατά καιρούς για να πιουν ένα καφέ ή ακόμα και για να πάρουν έναν υπνάκο.
Αντίθετα με την μέτρηση της κατανάλωσης αλκοόλ, η Τροχαία δεν έχει αντίστοιχο τρόπο να διαπιστώσει το βαθμό κόπωσης και νύστας ενός οδηγού.
Οι ερευνητές των πανεπιστημίων της Ουτρέχτης και του Μπορντό, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο εξειδικευμένο επιστημονικό περιοδικό για θέματα ύπνου "Journal of Sleep Research", έκαναν πειράματα με 14 υγιείς οδηγούς ηλικίας 21 έως 25 ετών, οι οποίοι οδηγούσαν το βράδυ, υπό την παρουσία και εποπτεία επιτηρητή, για δύο έως οκτώ ώρες, με σταθερή ταχύτητα 130 χλμ., στην μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας.
Η έρευνα (οι εθελοντές οδηγοί βιντεοσκοπούνταν συνεχώς) έδειξε ότι μετά από μόλις δύο ώρες στο τιμόνι, οι οδηγοί έκαναν τα ίδια λάθη που θα έκαναν αν είχαν ποσότητα 0,05% αλκοόλ στο αίμα τους. Στις τρεις ώρες, η απόδοση τους στην οδήγηση είχε πέσει και άλλο, που αντιστοιχούσε σε ποσότητα αλκοόλ 0,08% στο αίμα, ενώ στις 4,5 ώρες τα λάθη από την κούραση αναλογούσαν σε αλκοόλ 0,10%.
"Οι οδηγοί θα πρέπει να παίρνουν πολύ στα σοβαρά τη νύστα τους στο τιμόνι, καθώς αποτελεί μια από τις κύριες αιτίες δυστυχημάτων στους δρόμους. Δυστυχώς όμως δεν συνειδητοποιούν μερικές φορές τη νύστα τους, την μειωμένη εγρήγορση και την έλλειψη αντανακλαστικών. Διάφορα πράγματα, όπως η ακρόαση δυνατής μουσικής ή το άνοιγμα του παραθύρου, δεν βοηθούν ιδιαίτερα. Αυτό που συστήνουμε, είναι να μην οδηγούν συνεχόμενα τη νύχτα πάνω από δύο ώρες", ανέφεραν οι ερευνητές και εισηγούνται ότι αυτό το όριο θα πρέπει να θεσμοθετηθεί επισήμως από τις εθνικές νομοθεσίες, ώστε να περιοριστούν οι θάνατοι και τα δυστυχήματα, κυρίως στις εθνικές οδούς.
Εκτιμάται ότι περίπου το ένα πέμπτο όλων των ατυχημάτων στους δρόμους οφείλεται στη νύστα (αν και, εκ των πραγμάτων, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια ένα τέτοιο ποσοστό). Έρευνες έχουν δείξει ότι ένας στους τρεις οδηγούς παραδέχεται πως οδηγεί νυσταγμένος το βράδυ, ενώ στους τρεις στους τέσσερις ότι οδηγούν κουρασμένοι.
Στην πράξη, οι περισσότεροι οδηγοί οδηγούν περισσότερο από τρεις ώρες συνεχόμενα τη νύχτα, ενώ κανονικά, σύμφωνα με τους ερευνητές, θα έπρεπε να σταματούν κατά καιρούς για να πιουν ένα καφέ ή ακόμα και για να πάρουν έναν υπνάκο.
Αντίθετα με την μέτρηση της κατανάλωσης αλκοόλ, η Τροχαία δεν έχει αντίστοιχο τρόπο να διαπιστώσει το βαθμό κόπωσης και νύστας ενός οδηγού.