Διαζύγιο-Επιπτώσεις σε παιδιά και εφήβους

Ο όρος διαζύγιο σημαίνει τη λύση της έγγαμης σχέσης με δικαστική απόφαση. Αυτός είναι ένας καθαρά νομικός ορισμός.

Σε ευρύτερη κοινωνικο-ψυχολογική θεώρηση, το διαζύγιο είναι η παύση της έγγαμης συμβίωσης συζύγων και παιδιών, το κλείσιμο μιας πορείας ταραγμένων συζυγικών σχέσεων, το τέλος μιας κρίσης μέσα στην οικογένεια.


Αυτή είναι και η ουσία του διαζυγίου, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί την οικογένεια που προκύπτει μετά από διαζύγιο, από τις άλλες μονογονεϊκές οικογένειες, όπως την οικογένεια μετά από θάνατο, την οικογένεια της άγαμης μητέρας κτλ.

Θα ήταν σκόπιμη μια σύντομη αναφορά στην εξέλιξη του θεσμού της οικογένειας καθώς και στις μορφές που ο θεσμός αυτός πήρε σε διάφορες εποχές.

Η οικογένεια ως θεσμός εμφανίζεται με τις ανθρώπινες ομάδες και συναντάται σε όλα τα είδη και τις μορφές της κοινωνικής συμβίωσης των ανθρώπων.

Μέσα από την οικογένεια επιτελούνται και καλύπτονται μια σειρά από βιο-κοινωνικές λειτουργίες, όπως η αναπαραγωγική λειτουργία, οικονομικές λειτουργίες, καθώς και ένα πλέγμα ψυχολογικών λειτουργιών, που με άλλο όρο χαρακτηρίζουμε ως οικογενειακό περιβάλλον.

Ως ομάδα συγκροτημένη, η οικογένεια έχει τη δική της δυναμική, που προσδιορίζεται από ιδιότυπες συναισθηματικές σχέσεις και δεσμούς ανάμεσα στα μέλη της.

Η ιδιότυπη, βαθιά συναισθηματική αλληλεπίδραση των μελών της οικογένειας είναι αυτή ακριβώς που καθιστά δύσκολες και δραματικές τις ανακατατάξεις των δυναμικών-των ρόλων, των στάσεων και των συναισθημάτων - όταν επισυμβεί μια μεταβολή στη συγκρότησή της.

Η οικογένεια παρακολουθεί, στην ιστορική της εξέλιξη, τις κοινωνικές, πολιτιστικές, πολιτισμικές και οικονομικές μεταβολές και εξελίξεις. Οι μορφές της συγκρότησής της και οι λειτουργίες της είναι βαθιά συνδεδεμένες με τη δυναμική εξέλιξη των κοινωνιών.

Έτσι, η οικογένεια υπήρξε κατά καιρούς πολυγαμική κι από τις δύο πλευρές, υπήρξε μητριαρχική, πατριαρχική, υπήρξε εκτεταμένη για να φθάσει στις κοινωνίες της σύγχρονης βιομηχανικής εποχής, να γίνει πυρηνική. Αυτή η τελευταία υπήρξε νόμιμη, πατροτοπική, πατρωνυμική, μονογαμική, ενώ σήμερα τείνει να λάβει τη μορφή της λεγόμενης οικογένειας διπλής καριέρας, όπου οι σύζυγοι, με την ανοιχτή οικογενειακή ζωή έχουν ανεξάρτητη και αυτόνομη κοινωνική, επαγγελματική, οικονομική δραστηριότητα, μοιράζονται τις εξουσίες και τις ευθύνες, και έχουν τα ίδια δικαιώματα. Τα μέλη της λειτουργούν στη βάση της αλληλοαποδοχής, της αυτονομίας, της ελευθερίας και του αλληλοσεβασμού.

Είναι ενδιαφέρον να αντιπαραβάλουμε, ως προς τις λειτουργίες τους, την εκτεταμένη και την πυρηνική οικογένεια.

Ως εκτεταμένη ορίζεται η οικογένεια που αποτελείται από τους γονείς, τα παιδιά και έναν ευρύτερο κύκλο συγγενικών προσώπων - παππούς, γιαγιά, θείοι, θείες, ξαδέλφια κτλ. Είναι η φαμίλια, γνωστή ιδιαίτερα στο μεσογειακό χώρο και με υπολείμματα ακόμα και σήμερα σε μερικές περιοχές. Την εμφάνιση και διατήρησή της προσδιόριζε κυρίως η οικονομική λειτουργία της ως μονάδας παραγωγής, κατανάλωσης, συγκέντρωσης της ιδιοκτησίας της γης, χωρίς να παραλείψουμε και την ανάγκη συνασπισμού για αυτοπροστασία(για παράδειγμα, οι οικογένειες στη Μάνη). Με τη νέα οικονομικο-κοινωνική εξέλιξη στη βιομηχανική εποχή, η δυσκίνητη αγροτική, οικοτεχνική, βιοτεχνική εκτεταμένη οικογένεια δίνει τη θέση της σε μια πιο ευέλικτη, κινητική μορφή οικογένειας, της οποίας τα μέλη έχουν εξαρτημένη σχέση εργασίας και η οποία μετακινείται με ευχέρεια από τόπο σε τόπο κατοικίας και από τον ένα χώρο εργασίας στον άλλο.

Στην εκτεταμένη οικογένεια έχουμε αυταρχική δομή στις σχέσεις των μελών. Η αυτονομία και η ανεξάρτητη προσωπική πορεία ζωής θυσιάζεται στο βωμό του συνολικού οικογενειακού συμφέροντος και των σκοπιμοτήτων που την εξυπηρετούν. Όμως και οι ρόλοι δεν είναι αυστηρά οριοθετημένοι, έτσι που, στα πλαίσια της μεγάλης φαμίλιας, υπάρχει ευχέρεια υποκατάστασης των μελών στους ιδιαίτερους ρόλους τους. Η απουσία ενός γονέα, για παράδειγμα, δε βιώνεται τόσο έντονα ως απώλεια, καθώς τη θέση του παίρνει αμέσως ένας θείος, ένας παππούς κτλ.

Αντίθετα, στην πυρηνική, ολιγομελή οικογένεια, η αποχώρηση ενός γονέα αποτελεί ακρωτηριασμό της δομής της και προκαλεί βαθιές ανακατατάξεις και συναισθηματικές αντιδράσεις καθώς δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα υποκατάστασης.

Ο γάμος ως θεσμός είναι ιστορικά μεταγενέστερος της οικογένειας. Του αναγνωρίζεται μια κοινωνική αποστολή καθώς με αυτόν εξασφαλίζεται - όπως πιστεύεται - μια μεγαλύτερη διάρκεια και μονιμότητα στην οικογένεια ως κοινωνικού σχηματισμού.

Στο Δίκαιο λαών διαφόρων εποχών, εισάγονται ρυθμίσεις που αφορούν στην έγγαμη-οικογενειακή συμβίωση και είναι φανερή η διάθεση των κοινωνιών να ευνοήσουν την ύπαρξη και διατήρηση της οικογένειας.

Οι διάφορες θρησκείες ευνοούν επίσης το θεσμό του γάμου, ενώ ο Χριστιανισμός τον ανήγαγε σε μυστήριο.

Ωστόσο, παράλληλα, προβλέπονται σε όλα τα συστήματα Δικαίου ρυθμίσεις για τη λύση του γάμου, υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

Πέρα από τις τυπικές, οικονομικές διαδικασίες, αυτό που με την εξέλιξη των κοινωνιών αλλάζει είναι αυτές ακριβώς οι προϋποθέσεις.

Διαπιστώνει κανείς εύκολα πως αυτές αλλάζουν παράλληλα και σύμφωνα προς τις αντιλήψεις για τη θέση του άντρα και της γυναίκας, ενώ η θρησκεία παίζει πάντοτε έναν πρωταρχικό ρόλο στη διαμόρφωση του σχετικού νομοθετικού πλαισίου.

Έτσι από τη δυνατότητα αποπομπής της γυναίκας εκ μέρους του άντρα, που προβλεπόταν στο αρχαίο Ελληνικό Δίκαιο και την αδυναμία να υπάρξει διαζύγιο, όπως μέχρι πρόσφατα συνέβαινε στην Ιταλία, φτάνουμε σήμερα στη νομοθετική κατοχύρωση του δικαιώματος, τόσο του άντρα όσο και της γυναίκας, να επιδιώξουν τη λύση του γάμου τους για κάποιο σημαντικό λόγο, όχι μόνο αντικειμενικό.

Σήμερα, στην Ελλάδα, με το Νόμο 1329/83, έχουμε ένα νέο οικογενειακό Δίκαιο, που είναι εναρμονισμένο με τις σύγχρονες αντιλήψεις για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία και την παραγωγή, και το ρόλο της στην οικογένεια. Συνακόλουθα, οι νέες ρυθμίσεις για το διαζύγιο σέβονται την ισότητα των φύλων στις υποχρεώσεις, τα δικαιώματα και τις σχέσεις προς τρίτα πρόσωπα, όπως για παράδειγμα τα παιδιά. Έτσι, η πατρική εξουσία αντικαταστάθηκε από τη γονεϊκή μέριμνα, ενώ το προνόμιο του συζύγου να διαχειρίζεται την οικογενειακή περιουσία, να ορίζει τον τόπο κατοικίας και να δίνει το όνομά του στη σύζυγο και τα παιδιά, μοιράστηκε και στους δύο συζύγους.

Ακόμα, με την εισαγωγή του θεσμού του πολιτικού γάμου, εξέλιπε η υποχρέωση τέλεσης θρησκευτικού γάμου και, επομένως, η παρεμβολή της Εκκλησίας στη διαδικασία του διαζυγίου.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τις νέες νομοθετικές ρυθμίσεις, ως λόγοι διαζυγίου θεωρούνται:

1. ο ισχυρός κλονισμός του γάμου
2. η αφάνεια
3. η συναίνεση,

όπου, ενώ για το πρώτο απαιτείται απόδειξη και για το δεύτερο δικαστική απόφαση, για το τρίτο αρκεί η δήλωση και από τους δύο συζύγους, ότι δεν επιθυμούν τη συνέχιση της έγγαμης συμβίωσης, με μόνη προϋπόθεση ότι έχουν συμφωνήσει για την επιμέλεια και την επικοινωνία των παιδιών (εφόσον υπάρχουν). Η φιλοσοφία που διέπει αυτές τις ρυθμίσεις δε διαπνέεται πια από την προσπάθεια της Πολιτείας να διατηρήσει το γάμο, παρεμποδίζοντας τη λύση του με διαδικαστικές δυσκολίες, αλλά είναι φανερή η πρόνοια που λαμβάνεται για την προστασία των δικαιωμάτων των μελών της οικογένειας.

Το διαζύγιο, ως κατάληξη μιας, συνήθως, μακρόχρονης κρίσης του γάμου πλήττει τόσο τους συζύγους όσο και τα παιδιά. Έτσι, το διαζύγιο μπορεί να θεωρηθεί, όχι ως η λύση του προβλήματος, αλλά ως η λιγότερο κακή λύση στην προϋπάρχουσα, βασανιστική και τραυματική οικογενειακή κρίση.

Για τη λεπτομερέστερη ανάλυση του διαζυγίου, αποδείχτηκε χρήσιμη από πολλούς ερευνητές, η διάκριση τριών φάσεων:

1. η φάση της έντασης στις σχέσεις των συζύγων
2. η φάση της δικαστικής αντιδικίας, και
3. η φάση μετά το διαζύγιο, όπου διαμορφώνεται μια νέα κατάσταση για τα μέλη της πρώην οικογένειας.


Στην 1η φάση: η ένταση αρχίζει ενώ συνειδητοποιείται η διάσταση ανάμεσα στους συζύγους. Αρχικά δε θέλουν να αποδεχθούν το γεγονός, αναπτύσσουν διάφορους μηχανισμούς άμυνας, προσπαθούν συχνά να "προστατέψουν" τα παιδιά και τους εαυτούς τους από τις επιπτώσεις της διάστασης. Πρόκειται για το λεγόμενο "συναισθηματικό διαζύγιο", που όμως δε φτάνει σε ανοιχτή εκδήλωση και ρήξη, καθώς οι σύζυγοι αρνούνται το μέγεθος και το βάθος των διαφορών τους, διατηρώντας έτσι μια επισφαλή ισορροπία μέσα στην οικογένεια. Στην πρώτη, ωστόσο, αφορμή η, συχνά μακρόχρονη αλλά εύθραυστη ισορροπία (ομοιόσταση) διαταράσσεται, καταρρέει και η κρίση εκδηλώνεται πλέον ανοιχτά. Η σκέψη για ενδεχόμενο χωρισμό γίνεται κοινή απόφαση για διάζευξη. Οι ψυχολογικές αντιδράσεις των συζύγων είναι συνήθως: συμπτώματα κατάθλιψης, αίσθημα απαξίας, αϋπνίες, οδύνη, ανορεξία, ακόμα και τάσεις αυτοκτονίας.

Τα παιδιά, σε αυτή τη φάση, στέκονται ως μάρτυρες της έντασης, την οποία δεν κατανοούν, ενώ παραμελούνται από τους προβληματισμένους και μάλλον αποδιοργανωμένους γονείς τους.

Στη 2η φάση, αρχίζουν οι διαδικασίες υλοποίησης του χωρισμού, ενώ ο ένας από τους συζύγους έχει ήδη απομακρυνθεί.

Μέσα από αυτές τις διαδικασίες, εκδηλώνεται μια έντονη επιθετικότητα, που μπαίνει στη θέση της προηγούμενης κατάθλιψης, με έντονη διάθεση καταστροφής και εκδίκησης. Η αυτοδικία είναι το κύριο γνώρισμα αυτής της φάσης. Όταν μάλιστα υπάρχουν παιδιά, οι απαραίτητες ρυθμίσεις που αφορούν την τύχη τους, (επιμέλεια, διατροφή κτλ.) γίνονται αφορμή και πεδίο συγκρούσεων, οι οποίες συνήθως περνούν και στα παιδιά, με αποτέλεσμα αυτά να διχάζονται και να μένουν συναισθηματικά στερημένα. Ακόμα και ο γονιός με τον οποίο ζουν δεν είναι σε θέση να τους προσφέρει την απαραίτητη συναισθηματική κάλυψη, εξαιτίας των προσωπικών αναγκών και της ταραγμένης ψυχικής του ισορροπίας.

Στην 3η φάση: Μετά την έκδοση του διαζυγίου και τη ρύθμιση της επιμέλειας, της διατροφής και της επικοινωνίας με τα παιδιά, οι πρώην σύζυγοι βρίσκονται μπροστά σε μια καινούργια κατάσταση, στην οποία και πρέπει να προσαρμοστούν.

Η επιτυχία της προσαρμογής εξαρτάται από την προσωπικότητα του ατόμου, από το πόσο είχε διαρκέσει ο γάμος, από το κοινωνικό περιβάλλον και τις δυνατότητες υποστήριξης που αυτό παρέχει, καθώς και το βαθμό αποδιοργάνωσης, που η κρίση του γάμου προκάλεσε στην προσωπικότητα του κάθε συζύγου.

Ας μην παραλείψουμε να επισημάνουμε το γεγονός ότι το διαζύγιο σημαίνει ακόμα κοινωνικό στίγμα και ότι ανάλογα αντιμετωπίζεται ο διαζευγμένος και τα παιδιά διαζευγμένων γονιών. Η ποικιλία των πληγμάτων που τα μέλη της διαζευγμένης οικογένειας μπορεί να δεχτούν, καθιστά συχνά αναγκαία την παρέμβαση τρίτων, ειδικών, τόσο σε προληπτικό όσο και θεραπευτικό επίπεδο.

Παραδειγματικά αναφέρω δυνατότητες παρέμβασης από κάποιον ειδικό, ψυχοθεραπευτή, κοινωνικό λειτουργό κτλ.

Η παρέμβαση μπορεί να γίνει σε 3 στάδια:

A) Προληπτική παρέμβαση κατά την εποχή που οι σχέσεις των συζύγων είναι επισφαλείς, όχι όμως και διαλυμένες. Η ασυμφωνία είναι φανερή, αλλά οι σύζυγοι αμφιταλαντεύονται προκειμένου να πάρουν απόφαση χωρισμού. Εδώ ο ρόλος του ειδικού συνίσταται στην ενδυνάμωση του Εγώ των συζύγων, ώστε όποια απόφαση τελικά παρθεί να είναι υπεύθυνη, ψύχραιμη, δική τους επιλογή. Φυσικά αποφεύγονται παραινέσεις του τύπου "δε θα ήταν σωστό, αναλογιστείτε τις συνέπειες για τα παιδιά" κτλ., ενώ δίνονται οι απαραίτητες εξηγήσεις για τις πιθανές συνέπειες στους ίδιους και τα παιδιά χωρίς πρόθεση επηρεασμού της απόφασης.

Β) Παρέμβαση στην οξεία φάση, δηλαδή στην εκδηλωνόμενη κρίση που οδηγεί στην απόφαση για λύση του γάμου. Εδώ ο ειδικός μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικά για την καλύτερη δυνατή ρύθμιση της επιμέλειας και της επικοινωνίας των συζύγων με τα παιδιά και μεταξύ τους. Κυρίως όμως θα προσπαθήσει να αποτρέψει την εμπλοκή των παιδιών στις αντιδικίες και συγκρούσεις των γονιών τους, με τη χρησιμοποίησή τους ως μαρτύρων στα δικαστήρια ή ως μέσων πίεσης, εκδίκησης κτλ.

Γ) Αλλά και στην περίοδο μετά το διαζύγιο, ο ειδικός μπορεί να παίξει εξισορροπητικό ρόλο με το να βοηθήσει τα παιδιά στην εξεύρεση και ανάπτυξη υποστηρικτικών συστημάτων. Επίσης, να βοηθήσει στην επανεκτίμηση της ανάγκης για μεταβολή του τρόπου και της συχνότητας επικοινωνίας των παιδιών με τον απόντα γονέα.

Βέβαια, η υποδομή που υπάρχει στη χώρα μας σχετικά με υπηρεσίες κοινωνικής βοήθειας και παρέμβασης σε περίπτωση διαζυγίου είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να αναζητήσουν βοήθεια στα ιατρο-παιδαγωγικά κέντρα, στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας κτλ., που λειτουργούν στα μεγάλα αστικά κέντρα. Αν εξαιρέσει κανείς τα Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας, είναι σχεδόν ανύπαρκτη η δυνατότητα παρέμβασης σε μια οικογένεια με πρωτοβουλία του όποιου ειδικού. Στις υπηρεσίες καταφεύγουν συνήθως, όχι για το διαζύγιο αυτό καθαυτό, αλλά για ένα ψυχολογικό πρόβλημα των ίδιων ή των παιδιών, οπότε δίνεται η αφορμή και η δυνατότητα παρέμβασης εκ μέρους του κοινωνικού λειτουργού ή άλλου ειδικού.

Σχετικά με τις επιπτώσεις που έχει η διαδικασία του διαζυγίου πάνω στα παιδιά, έχουν γίνει διάφορες έρευνες, οι οποίες έχουν καταδείξει ότι ορισμένες ψυχολογικές αντιδράσεις τις συναντάμε κατά κανόνα σε όλα τα παιδιά του διαζυγίου και ότι το ξεπέρασμα των προβλημάτων ευνοείται ή όχι από συγκεκριμένους παράγοντες. Επίσης προκύπτει ότι οι επιπτώσεις ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, το φύλο του παιδιού, το φύλο του γονιού που απομακρύνεται καθώς και με τη σχέση που το παιδί είχε μ' αυτόν πριν το διαζύγιο.

Σύμφωνα με έρευνα που έγινε στη Δανία (Brun, 1978), με 500 παιδιά από 322 διαζευγμένες οικογένειες, ηλικίας από 3 έως 16 ετών: 28% των παιδιών είχαν ψυχολογικά τραυματιστεί και εμφάνιζαν κάποια ψυχοπαθολογική συμπτωματολογία. Ένα άλλο 28% παρουσίαζε μια βελτίωση στη συμπεριφορά τους, το υπόλοιπο 44% βρέθηκε να μην έχουν ουσιαστικά επηρεαστεί από το διαζύγιο. Επομένως, δεν είναι αναγκαστικά τραυματική η επίδραση του διαζυγίου πάνω στα παιδιά, όμως εκεί που διαπιστώνεται είναι αρκετά έντονη.

Έχουν εντοπιστεί διάφοροι ειδικοί παράγοντες που καθιστούν πολύ πιθανό έναν ψυχολογικό τραυματισμό του παιδιού. Τέτοιοι είναι για παράδειγμα:

1. Η ποιότητα των σχέσεων του παιδιού με καθένα γονιό χωριστά πριν και μετά το διαζύγιο.
2. Η παραμέληση του παιδιού κατά τη διάρκεια του διαζυγίου, ή και μετά, από τους ενήλικες γύρω του.
3. Η εκ μέρους του κηδεμόνα γονιού ταύτιση του παιδιού με τον άλλο γονέα, οπότε η επιθετικότητα του πρώτου προς τον δεύτερο ξεσπάει πάνω στο παιδί, και ακόμα η χρησιμοποίηση του παιδιού ως μέσου διαμάχης μεταξύ των γονιών του.
4. Η συνεχής υποτίμηση του απομακρυσμένου γονιού από το γονιό που έχει την επιμέλεια. Σε αυτή τη διαδικασία εμπλέκεται συνήθως και το ευρύτερο συγγενικό περιβάλλον.

Από την άλλη αναφέρονται κάποιοι παράγοντες που φαίνεται να ευνοούν την αποφυγή του ψυχολογικού τραυματισμού. Έτσι λέγεται ότι έχουμε ομαλότερη εξέλιξη του παιδιού:

1. Όταν το παιδί βοηθηθεί να "θρηνήσει" το γονιό που απουσιάζει
2. Όταν το παιδί έχει τη δυνατότητα για συνεχή, απρόσκοπτη επαφή με τον απόντα γονιό και να την πραγματοποιεί όποτε εκείνο επιθυμεί. Είναι πολύ σημαντικό, η επικοινωνία να καθορίζεται και να διατηρείται σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις ανάγκες του παιδιού και να μην του επιβάλλεται.

(Στις ΗΠΑ δοκιμάστηκε ένα σύστημα κοινής επιμέλειας: τα παιδιά να μένουν διαδοχικά μια εβδομάδα με τον ένα γονιό και μία με τον άλλο. Συμπεράσματα από τη ρύθμιση αυτή δεν έχουμε, τουλάχιστον όχι για επαρκή αριθμό περιπτώσεων, ώστε να μπορούμε να γενικεύσουμε κάποιες διαπιστώσεις).

Ο τομέας που φαίνεται να έχει αρκετά ερευνηθεί είναι αυτός της συσχέτισης ορισμένων ψυχολογικών επιπτώσεων με την ηλικία των παιδιών.

Πολύ ενδιαφέρουσες είναι οι μελέτες που έκαναν οι ερευνήτριες Kelly και Wallenstein, οι οποίες ασχολήθηκαν με παιδιά νηπιακής μέχρι και εφηβικής ηλικίας.

Στα μικρά παιδιά, 2,5 ως 4 ετών, παρατηρήθηκαν: ανασφάλεια, ανάγκη συντροφιάς και φροντίδας από άλλους με επιτεινόμενα αυτά τα συμπτώματα όσο η διαφωνία μέσα στη διαδικασία του διαζυγίου συνεχιζόταν.

Στα 4 ως 5, έχουμε πτώση στις δραστηριότητες, αύξηση της επιθετικής συμπεριφοράς, φόβο ότι θα πάθουν κακό.

Στα παιδιά αυτά απειλούνταν η εικόνα που είχαν σχηματίσει για τον κόσμο γύρω τους καθώς και για τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Στο παιχνίδι τους άφηναν να φανούν αυτo-μομφές και χαμηλή αυτo-εκτίμηση. Ακόμα ήταν ευάλωτα στην ψυχολογική τους εξέλιξη, είχαν μειωμένη φαντασία και ήταν περιορισμένα στο παιχνίδι. Βασικά γνωρίσματα: θλίψη, μελαγχολία, ανασφάλεια.

Στα παιδιά ηλικίας 5 με 6 ετών, παρατηρήθηκε έντονο άγχος, ήταν ευερέθιστα, επιθετικά, με έντονα προβλήματα αποχωρισμού από οικεία πρόσωπα και αντικείμενα. Στην ηλικία αυτή, παρατηρήθηκε ακόμα ότι μερικά παιδιά μπόρεσαν και ξεπέρασαν την κρίση χωρίς σοβαρές διαταραχές, βρίσκοντας διεξόδους έξω από το σπίτι και εμφάνισαν μια επιτάχυνση του ρυθμού εξέλιξής τους, δηλαδή ωρίμασαν πιο γρήγορα. Τα πιο ευάλωτα παιδιά είχαν μεγάλη δυσκολία να ξεπεράσουν τις οιδιπόδειες συγκρούσεις, βρήκαν δυσκολία στο να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, ήταν πολύ αρνητικά και συχνά πάθαιναν καταθλίψεις.

Στη "λανθάνουσα" περίοδο (8-11 ετών), αναπτύχθηκαν μηχανισμοί άμυνας, οι οποίοι βοήθησαν να ξαλαφρώνουν από το stress, την κατάθλιψη που τα είχε παραλύσει. Στα αγόρια, υπήρχε έντονη αίσθηση της απουσίας του πατέρα.

Στο δείγμα το μετα-διαζυγιακό, τα μισά παιδιά από την ομάδα της προσχολικής ηλικίας και ένα τέταρτο από τη λανθάνουσα περίοδο, είχαν χειροτερέψει ψυχολογικά ένα χρόνο μετά το διαζύγιο.

Στους εφήβους, η συχνότερη, συνειδητή αντίδραση είναι να αποστασιοποιηθούν. Αποσύρονται και από τους γονείς και από την όλη διαδικασία. Για τον έφηβο είναι πολύ δύσκολο να πάρει θέση και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της αναθεώρησης των δεσμών του με τους γονείς του. Για μερικούς εφήβους, αλλά και νεαρούς ενήλικες, το διαζύγιο μπορεί να σημαίνει ότι πρέπει πλέον να ανασκευάσουν τις μνήμες που έχουν από την περασμένη οικογενειακή τους ζωή και, για μερικά χρόνια αργότερα, αντιμετωπίζουν δυσκολίες με το δικό τους γάμο. Συχνά καταλήγουν και οι ίδιοι σε διαζύγιο.

Σε ιδιαίτερο κομμάτι της έρευνας των Kelly και Wallenstein, μελετήθηκαν διεξοδικά οι αντιδράσεις των παιδιών της λανθάνουσας περιόδου.

Ενδιαφέροντα είναι τα στοιχεία που οι ερευνήτριες δίνουν για την ηλικία 7-8 ετών. Αυτά τα στοιχεία, επιλεκτικά, είναι τα εξής:

- Περισσότερα από τα μισά παιδιά εξέφρασαν τη λύπη τους άμεσα, μέσα στα πλαίσια της υποστηρικτικής δομής των συνεντεύξεων
- Για μερικά παιδιά, η κατάθλιψη ήταν ολοκληρωτική και όλος ο κόσμος τους φαινόταν να είναι γεμάτος από σύμβολα και γεγονότα θανάτου, καταστροφής, απώλειας, κενού
- Μερικά παιδιά, κατά τις συνεντεύξεις, απαντούσαν, άλλα απέφευγαν τη συμμετοχή τους σε αυτές, ενώ άλλα, αντίθετα, έβρισκαν ανακούφιση στα λόγια του θεραπευτή-ερευνητή
- ¶λλα, πάλι, παιδιά, προσπάθησαν να αρνηθούν την οδύνη τους λεκτικά, όταν όμως χρησιμοποιήθηκε από τους ερευνητές παιχνίδι και σχέδιο, άφησαν να φανούν πολύπλοκοι μηχανισμοί άμυνας
- Για πολλά παιδιά, η διάλυση της οικογένειας σήμαινε απειλή σε όλη τη σφαίρα της ζωής τους. Φαντασιώσεις αποστέρησης γέμιζαν τις ώρες πολλών παιδιών, που εκφράζονταν άλλοτε σαν συναισθήματα απώλειας ή ακόρεστης πείνας και άλλοτε στο παιχνίδι και στη φαντασίωση
- Πολύ λίγα παιδιά παραδέχτηκαν ανοιχτά τη σκέψη ή την ενοχή τους ότι αυτά είχαν προκαλέσει το διαζύγιο και μόνο σε δύο περιπτώσεις κοριτσιών φαίνονταν να πιστεύουν ότι είναι κυρίως και ολοκληρωτικά υπεύθυνα


- Στη σχέση με τον πατέρα που έφυγε, παρατηρήθηκαν στα παιδιά ηλικίας 7 έως 8 χρόνων:

- Έντονο συναίσθημα απώλειας, πολλά αισθάνονταν εγκαταλειμμένα κι ανεπιθύμητα και εκφράζανε τη νοσταλγία τους με τρόπους που θύμιζαν μοιρολόι για το "νεκρό" πατέρα
- Μερικά μικρότερα παιδιά, κυρίως αγόρια, εναγώνια παρακαλούσαν τη μητέρα τους να ξαναπαντρευτεί, εκδηλώνοντας, έτσι, έντονη την ανάγκη για την παρουσία πατέρα
- Αναφορικά με τη μητέρα-κηδεμόνα, παρατηρήθηκε θυμός γιατί τη θεωρούσαν υπεύθυνη για την αποχώρηση του πατέρα από το σπίτι. Συχνά, δε, ο θυμός εμφανιζόταν με το μηχανισμό της μετάθεσης, ενάντια σε δασκάλους, φίλους, αδέλφια.


Σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά των παιδιών στο σχολείο, σε περισσότερες από τις μισές περιπτώσεις, οι δάσκαλοι σημείωσαν μια εντυπωσιακή αντιδραστική συμπεριφορά.

Απ'ό,τι φαίνεται, οι επιπτώσεις στα παιδιά μετά το διαζύγιο, βρίσκονται σε συνάρτηση με δύο παράγοντες: πρώτον, την απουσία του πατέρα, καθώς κατά κανόνα τα παιδιά μένουν με τη μητέρα. Αυτό υποδηλώνει ότι η παρουσία του πατέρα ως προτύπου, ως αντικειμένου αγάπης και ως φορέα εξουσίας, είναι σημαντική, και ότι η πατρική αποστέρηση φαίνεται να επηρεάζει τα παιδιά στον ίδιο βαθμό και προς την ίδια κατεύθυνση όπως και η μητρική αποστέρηση. Δεύτερος παράγοντας που προκαλεί προβλήματα στα παιδιά, είναι η ξαφνική αλλαγή στο status quo της οικογένειας. Η προσαρμογή στα νέα δεδομένα της, ακρωτηριασμένης, πια, οικογένειας, δυσκολεύει τα παιδιά και διαταράσσει την ομαλή τους εξέλιξη, με διαφορετικό, συνήθως, τρόπο, στα αγόρια και στα κορίτσια, αλλά και σε διαφορετική ένταση ανάλογα με την εξελικτική φάση(ηλικία) στην οποία αυτά βρίσκονται κατά το χρόνο που επισυμβαίνει το διαζύγιο.

Με όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, επιχειρήθηκε η περιγραφή της εξέλιξης του διαζυγίου ως χρονικού σημείου: εκείνου, όπου τελειώνει η διαδικασία λύσης του γάμου και όπου τα μέλη της πρώην οικογένειας προσαρμόζονται στη νέα κατάσταση. Με τις δυσκολίες για το καθένα χωριστά, με τα πλήγματα και τις ανατοποθετήσεις του.

Στα περισσότερα διαζύγια υπάρχει και συνέχεια: Είναι ο νέος γάμος, ή οι νέοι γάμοι που θα κάνουν οι διαζευγμένοι σύζυγοι, με νέα πρόσωπα, που θα φέρουν, ενδεχόμενα, μαζί τους και παιδιά από προηγούμενους γάμους, ενώ μπορεί να γεννηθούν και άλλα παιδιά από το νέο γάμο. Θα έχουμε, δηλαδή, ξανά και ξανά αλλαγές της οικογενειακής συγκρότησης, με συνακόλουθη απαίτηση προς όλα τα πρόσωπα που τη συναποτελούν, να κάνουν τις νέες προσαρμογές τους.

Είναι πιθανή η πρόβλεψη, ότι ο χωρισμός των γονιών θα προκαλέσει έντονη διατάραξη της ψυχικής ισορροπίας στα παιδιά, καθώς πάνω από 40% των παιδιών διαζευγμένων γονέων εμφανίζει αποκλίνουσες συμπεριφορές, όπως αντικοινωνική συμπεριφορά, επιθετικότητα, παραπτωματικότητα, χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών (οινόπνευμα, ναρκωτικά), σεξουαλική ελευθεριότητα κ.ά. Έτσι επιβάλλεται μια κάποια προετοιμασία των παιδιών από τους ίδιους τους γονείς (και τους δύο μαζί).

Ο G. Caplan, διευθυντής του Family Center of the Jerusalem Institute for the study of Psychological Stress, σε άρθρο του στο Arch.Dis.Childhood 62 (1987), που τα κύρια σημεία του δημοσιεύτηκαν στην Ενημερωτική έκδοση "Παιδί" του Ιδρύματος Ερευνών για το Παιδί (τεύχος 19, Σεπτ. 1987) ως επιφυλλίδα από τον Σπύρο Δοξιάδη, συμβουλεύει ότι οι γονείς θα πρέπει να συζητήσουν με τα παιδιά τους τα ακόλουθα σημεία και η συζήτηση να γίνει μόνον μία ως δύο εβδομάδες πριν από το χωρισμό για παιδιά προσχολικής ηλικίας, ένα με δύο μήνες για παιδιά 5-8 ετών, ενώ μεγαλύτερα παιδιά πρέπει να προετοιμασθούν ακόμα πιο πριν.

"Είναι επιθυμητό, αν είναι δυνατόν, η συζήτηση με τα παιδιά να γίνει συγχρόνως και με τους δύο γονείς παρόντες, γιατί έτσι αυτά θα πεισθούν ότι οι γονείς συμφωνούν στα παρακάτω σημεία. Ανάλογα με τις αντιδράσεις των παιδιών σε αυτές τις πρώτες συζητήσεις, θα κριθεί αν τέτοιου τύπου επαφές θα συνεχισθούν, και πόσο συχνά, με τον έναν ή και τους δύο γονείς".

Πρέπει, λοιπόν, οι γονείς να φροντίσουν ώστε να γίνει με τα παιδιά τους ανοικτή συζήτηση στα εξής:

1. Οι γονείς σκοπεύουν να διαλύσουν το γάμο τους, να ζουν σε ξεχωριστά σπίτια γιατί δεν αγαπούν πια ο ένας τον άλλον και δεν μπορούν να ζήσουν μαζί χωρίς να τσακώνονται. Το διαζύγιο δεν οφείλεται σε οτιδήποτε που μπορεί να έχουν κάνει τα παιδιά.
2. Η πρόθεσή τους είναι να εξακολουθήσουν να υπάρχουν ως γονείς για τα παιδιά τους, να τα αγαπούν και να τα φροντίζουν ώσπου να μεγαλώσουν, Υπόσχονται ότι αυτό θα γίνει έστω κι αν ξαναπαντρευτούν και έχουν άλλα παιδιά.
3. Τα παιδιά θα ζουν στο σπίτι του ενός από τους δύο γονείς και θα επισκέπτονται τον άλλον τακτικά. Θέλουν και οι δύο να διατηρηθεί ο δεσμός των παιδιών με τον άλλο γονέα.
4. Ο χωρισμός είναι οριστικός έστω κι αν διατηρηθούν φιλικές σχέσεις μεταξύ των γονέων. Αυτό δε σημαίνει ότι θα ξαναζήσουν μαζί.
5. Οι γονείς ξέρουν ότι τα παιδιά θα αντιδράσουν στο χωρισμό, αλλά αυτά δεν πρέπει να προσπαθήσουν να κάνουν τους γονείς να αλλάξουν την απόφασή τους.
6. Οι γονείς γνωρίζουν ότι τα παιδιά θα θυμώσουν, θα ανησυχήσουν, θα νιώσουν ανασφάλεια. Λυπούνται γι'αυτό και θα βοηθήσουν τα παιδιά τους να ελέγξουν αυτά τα συναισθήματα.
7. Το διαζύγιο δεν είναι σήμερα δυστυχώς σπάνιο. Γι'αυτό και τα παιδιά δεν πρέπει να αισθάνονται διαφορετικά από τα άλλα ή να ντρέπονται γιατί οι γονείς τους έχουν χωρίσει.
8. Τα παιδιά πρέπει να μην αναμιχθούν στις αντιδικίες των γονέων. Οι γονείς θα προσπαθήσουν να μην κατηγορούν στα παιδιά ο ένας τον άλλο.
9. Δε θέλουν οι γονείς τα παιδιά να μεταφέρουν μηνύματα από τον έναν στον άλλον, ούτε επιθυμούν να λένε στον ένα τι κάνει ο άλλος.
10. Οι γονείς, μαζί ή ξεχωριστά, θα συζητούν με τα παιδιά όλα τα παραπάνω και πριν και μετά το διαζύγιο. Είναι δύσκολο γι'αυτά να προσαρμοσθούν στη νέα κατάσταση και πρέπει να εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους με όποιο τρόπο θέλουν και να είναι ελεύθερα να βάζουν ερωτήματα που οι γονείς θα προσπαθήσουν να απαντήσουν.



http://queen.ucoz.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...