Αλήθεια, πόσες φορές έχουμε πιάσει τους εαυτούς μας να «φεύγουν», να «χάνονται» μέσα στο πλήθος, χωρίς να συγκρατούν.....
πρόσωπα και σχόλια περαστικών, εκτός και αν αυτά σχετίζονται με τον «έναν», μ’ εκείνον, μ’ αυτόν που θέλουμε, που σκεφτόμαστε, που ποθούμε, που τελικά ερωτευόμαστε..
Τι είναι άραγε ο έρωτας; Γιατί μας πιάνει και μας αφήνει το ίδιο αναπάντεχα κάθε φορά; Άραγε αποτελεί το μόνο απτό στοιχείο που μας υπενθυμίζει ότι είμαστε θνητοί και άρα αδύναμοι άνθρωποι; Ή απλά σηματοδοτεί το «διάλλειμα» της ρουτινιασμένης καθημερινότητας και ο καθένας μας τον «δημιουργεί» όταν θέλει να ψιλο-ξεφύγει;
Είναι κάτι που επιλέγουμε, όπως η ανάγκη μας για μια βόλτα ή ένα αστείο, ή απορρέει από την ίδια μας την φύση, ισάξια με την επιθυμία μας για τροφή και νερό;
Και αν τελικά είναι κάτι από τα παραπάνω - ή και τίποτα από αυτά - ποιος είναι ο γνώμονας με τον οποίο επιλέγουμε το έτερον μας ήμισυ;
Με μια πρόχειρη σκέψη θα απαντούσαμε πως από την στιγμή που ξέρουμε τι θέλουμε, ψάχνουμε πάντα αυτά τα κριτήρια, αυτά τα standars που θα πρέπει να πληροί ο χαρακτήρας κάποιου προκειμένου να μας εμπνεύσει το υψηλό αίσθημα που λέγεται «έρωτας». Κι όμως, πόσοι τελικά από τους πρώην μας έχουν κοινά στοιχεία; Πόσοι από αυτούς θα μπορούσαν να κάνουν ακόμα και παρέα μεταξύ τους; Προφανώς κανένας με κανέναν και άρα το ζήτημα επαναπροσδιορίζεται με περιθώρια λύσης το άπειρον...
Την ίδια ώρα που ποιητές και μουσικοί γεμίζουν σελίδες και δίσκους για χάρη του πολυσυζητημένου έρωτα, βγάζοντας «ψωμί» και καταθέτοντας ψυχή, οι επιστήμονες, ψυχολόγοι και ερευνητές έρχονται να προσδώσουν στο όλο θέμα, μια πιο πρακτική οπτική, τον βάζουν στο δοχείο και τον κατευθύνουν απευθείας στα εργαστήρια προς ανάλυση.
Πρωτοπόρος του εγχειρήματος ο Φρόυντ, ταύτισε τον έρωτα με την ανάγκη για ικανοποίηση της ερωτικής μας διάθεσης και ορμής. Ο Πλάτων από την άλλη, ταύτισε τον έρωτα με μια ηθική, με μια συνοπτική διαδικασία εκεχειρίας με τους Θεούς, γεγονός που θα τους χάριζε και την αιωνιότητα. Ποιος δεν θυμάται τον Θεό Έρωτα στην όψη του φτερωτού αγγέλου που ''διασκέδαζε'' να ενώνει τις ζωές των ανθρώπων με το περίφημο βέλος του;
Διαπιστώνουμε τον ωφελιμισμό που απορρέει από τις παραπάνω ψυχολογικές εκδοχές και θέλει τον άνθρωπο να ερωτεύεται γιατί επωφελείται, να επωφελείται και άρα να ερωτεύεται. Και όμως, τα πράγματα όσο ξεκούραστα και να δείχνουν μέσα από την λογική «άντρα θέλω, τώρα τον θέλω», ξεφεύγουν από αυτήν. Χειροπιαστό παράδειγμα, το γεγονός ότι ποτέ δεν ερωτευτήκαμε «κατά παραγγελία» ούτε κατά βούληση. Μάλιστα τις περισσότερες φορές ήμασταν ανυποψίαστες, ανέτοιμες, ακόμα και μη-διαθέσιμες για αυτό.
Ο Έριχ Φρομ υποστήριξε πως δεν υπάρχει καμία άλλη διαδικασία, τόσο ελπιδοφόρα και ψυχοφθόρα, όσο ο έρωτας, η οποία παρόλα αυτά αποτυγχάνει συχνότερα από οποιαδήποτε αντίστοιχη ανθρώπινη προσπάθεια ή ενέργεια.
Τα πρώτα συμπτώματα: Πρωταρχική αγωνία που σχετίζεται με το πως μας βλέπεις ο άλλος στο bar, αν έχουν σταθεί κολακευτικά τα μαλλιά μας πίσω απ’ το αυτί και αν τελικά του αρέσουμε άβαφες. Στη συνέχεια, ένας ασυγκράτητος ενθουσιασμός που έχει να κάνει με την συνειδητοποίηση του πόσο όμορφή είναι η ζωή, τι χαζή ήμουν που δεν το είχα καταλάβει νωρίτερα και ξενυχτούσα αδιάκοπα και ανώφελα με παρέες που ούτε καν θυμάμαι τα ονόματά τους. Και, φυσικά μια δυναμική βεβαιότητα, ότι κανένας άνθρωπος πάνω στην γη, ανεξάρτητα από το τι δηλώνουν οι γονείς του, τον έχει αγαπήσει περισσότερο από όσο εμείς.
Συνειδητά ή ασυνείδητα ερωτευόμαστε το «τέλειο» ή έστω αυτό που θεωρούμε εμείς ως τέτοιο. Ευτυχώς για όλους η τελειότητα είναι κάτι το διαφορετικό από άνθρωπο σε άνθρωπο, κάτι το υποκειμενικό και έτσι αφήνει τον καθένα μας να βγει «στην γύρα», ψάχνοντας για το δικό του μισό, το οποίο θα του εφαρμόζει άριστα και δεν θα μπορεί να το «δανειστεί» κανείς άλλος. Προφανής η κτητικότητα, αλλά και η αυταπάτη που γεννά ο ανθρώπινος εγκέφαλος στην προσπάθεια να ωραιοποίησει τον καλά βιωμένο του κόσμο και να τον επαναδιατυπώσει πάνω σε πιο «χρωματιστό φόντο».
Αμερικάνοι ερευνητές, αντιτιθέμενοι στην φροϋδική αντίληψη, αποδεσμεύουν τον έρωτα από την σεξουαλική διέγερση. Αντίθετα, τον θέτουν στα όρια μιας βιολογικής ανάγκης, όπως αυτή του ύπνου, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσαμε να «τα βγάλουμε πέρα». Το State University της Νέας Υόρκης ερεύνησε το ζήτημα σε ένα πεδίο ανάλυσης 2.500 τομογραφιών από 17 «ερωτευμένους» εγκεφάλους που διένυαν τις πρώτες μέρες ή βδομάδες του πάθους τους. Οι φοιτητές που συμμετείχαν στο πείραμα κοιτούσαν την φωτογραφία του αγαπημένου/αγαπημένης τους την ώρα που υποβάλλονταν σε μαγνητική τομογραφία. Οι εικόνες που βγήκαν ως τα αποτελέσματα της μελέτης, συγκρίθηκαν με άλλα, στα οποία οι ίδιοι φοιτητές κοιτούσαν την φωτογραφία κάποιου απλού γνωστού τους. Αποτέλεσμα;
Οι εστίες δραστηριότητας του έρωτα «κρύβονται» σε κύτταρα του υποσυνειδήτου που είτε παράγουν, είτε προσλαμβάνουν ντοπαμίνη. Το εν λόγω χημικό στοιχείο ανιχνεύεται σε μεγάλες συγκεντρώσεις στον εγκέφαλο, όταν περιμένουμε, όταν ανυπομονούμε για κάτι. Η ανυπομονησία, όμως, από τον ίδιο της τον ορισμό, ξεπερνά κάθε έννοια λογικής. Παράλογος και επίμονος λοιπόν ο έρωτας βρίσκει την έδρα του, τα αίτιά του, εκεί ακριβώς που εδράζονται και τα αίτια του μίσους. Παθιαζόμαστε να μισούμε με τον ίδιο τρόπο που λατρεύουμε να αγαπάμε κάποιον. Πρόκειται για δυο ακρότητες που φαίνεται καταλαβαίνουν η μια την άλλη, πολύ περισσότερο από όσο τελικά τις κατανοούν οι ίδιοι οι παθόντες.
Ο έρωτας είναι τυφλός
Οι ερευνητές, ακόμη διαπίστωσαν ότι στον εγκέφαλο τον πιο «παθιασμένων» ενεργοποιείται ο λεγόμενος «κερκοφόρος» πυρήνας, ο οποίος εγγράφεται εκ διαμέτρου αντίθετα από την περιοχή που καταγράφει το πόσο ελκυστικός είναι κάποιος, το
πόσο δηλαδή τα χαρακτηριστικά προσώπου και σώματος ταιριάζουν με τα κοινωνικά διαμορφωμένα πρότυπα της εκάστοτε εποχής. Ακόμα και αν περιστοιχιζόμαστε από ένα σωρό επίδοξους «γαμπρούς», ο πραγματικά ερωτευμένος δεν έχει μάτια για κανέναν άλλον, πέραν αυτού που του υπέδειξε ο κερκοφόρος πυρήνας του. Αυτό δεν σημαίνει πως η επιλογή του κάθε ερωτευμένου δεν μπορεί να αλλάξει, όταν αλλάζουν οι συνθήκες τις ζωής του ή τα «θέλω» του.
Αυτό σημαίνει πως ο έρωτας πέρα από τυφλός, είναι και απόλυτος. Δεν μπορεί να συμβαίνει ανάμεσα σε πολλά πρόσωπα, δεν μπορεί να φορεθεί ως ρούχο από πολλούς κατόχους ή και να μοιραστεί σε πολλές καρδιές. Ο ενθουσιασμός, το πάθος, η ένταση, η ανάγκη για συντροφικότητα, η ανασφάλεια, η αυτοεπιβεβαίωση, η μοναξιά, τα κόμπλεξ ή η επιθυμία μας για καλή ζωή είναι εκφάνσεις του εαυτού μας που απαντώνται από τον έρωτα και είτε τον διογκώνουν, είτε τον ελαχιστοποιούν, σε καμία περίπτωση όμως δεν τον ορίζουν.
Θα ήταν πέρα για πέρα ενθαρρυντικό κάθε γνωριμία να σηματοδοτεί και την αρχή ενός μεγάλου έρωτα. Μην πιστέψετε όμως ότι αυτό θα συμβαίνει, γιατί αν το κάνετε απλούστατα αποκλείεται να συμβεί. Ποιος θα το ‘θελε εξάλλου… Αφού στον πηγεμό για την Ιθάκη, κανείς δεν μπορεί να αποφύγει τα παραπλανητικά στάδια, που στην τελική, συναποτελούν την ουσία για ολόκληρο το ταξίδι..
πρόσωπα και σχόλια περαστικών, εκτός και αν αυτά σχετίζονται με τον «έναν», μ’ εκείνον, μ’ αυτόν που θέλουμε, που σκεφτόμαστε, που ποθούμε, που τελικά ερωτευόμαστε..
Τι είναι άραγε ο έρωτας; Γιατί μας πιάνει και μας αφήνει το ίδιο αναπάντεχα κάθε φορά; Άραγε αποτελεί το μόνο απτό στοιχείο που μας υπενθυμίζει ότι είμαστε θνητοί και άρα αδύναμοι άνθρωποι; Ή απλά σηματοδοτεί το «διάλλειμα» της ρουτινιασμένης καθημερινότητας και ο καθένας μας τον «δημιουργεί» όταν θέλει να ψιλο-ξεφύγει;
Είναι κάτι που επιλέγουμε, όπως η ανάγκη μας για μια βόλτα ή ένα αστείο, ή απορρέει από την ίδια μας την φύση, ισάξια με την επιθυμία μας για τροφή και νερό;
Και αν τελικά είναι κάτι από τα παραπάνω - ή και τίποτα από αυτά - ποιος είναι ο γνώμονας με τον οποίο επιλέγουμε το έτερον μας ήμισυ;
Με μια πρόχειρη σκέψη θα απαντούσαμε πως από την στιγμή που ξέρουμε τι θέλουμε, ψάχνουμε πάντα αυτά τα κριτήρια, αυτά τα standars που θα πρέπει να πληροί ο χαρακτήρας κάποιου προκειμένου να μας εμπνεύσει το υψηλό αίσθημα που λέγεται «έρωτας». Κι όμως, πόσοι τελικά από τους πρώην μας έχουν κοινά στοιχεία; Πόσοι από αυτούς θα μπορούσαν να κάνουν ακόμα και παρέα μεταξύ τους; Προφανώς κανένας με κανέναν και άρα το ζήτημα επαναπροσδιορίζεται με περιθώρια λύσης το άπειρον...
Την ίδια ώρα που ποιητές και μουσικοί γεμίζουν σελίδες και δίσκους για χάρη του πολυσυζητημένου έρωτα, βγάζοντας «ψωμί» και καταθέτοντας ψυχή, οι επιστήμονες, ψυχολόγοι και ερευνητές έρχονται να προσδώσουν στο όλο θέμα, μια πιο πρακτική οπτική, τον βάζουν στο δοχείο και τον κατευθύνουν απευθείας στα εργαστήρια προς ανάλυση.
Πρωτοπόρος του εγχειρήματος ο Φρόυντ, ταύτισε τον έρωτα με την ανάγκη για ικανοποίηση της ερωτικής μας διάθεσης και ορμής. Ο Πλάτων από την άλλη, ταύτισε τον έρωτα με μια ηθική, με μια συνοπτική διαδικασία εκεχειρίας με τους Θεούς, γεγονός που θα τους χάριζε και την αιωνιότητα. Ποιος δεν θυμάται τον Θεό Έρωτα στην όψη του φτερωτού αγγέλου που ''διασκέδαζε'' να ενώνει τις ζωές των ανθρώπων με το περίφημο βέλος του;
Διαπιστώνουμε τον ωφελιμισμό που απορρέει από τις παραπάνω ψυχολογικές εκδοχές και θέλει τον άνθρωπο να ερωτεύεται γιατί επωφελείται, να επωφελείται και άρα να ερωτεύεται. Και όμως, τα πράγματα όσο ξεκούραστα και να δείχνουν μέσα από την λογική «άντρα θέλω, τώρα τον θέλω», ξεφεύγουν από αυτήν. Χειροπιαστό παράδειγμα, το γεγονός ότι ποτέ δεν ερωτευτήκαμε «κατά παραγγελία» ούτε κατά βούληση. Μάλιστα τις περισσότερες φορές ήμασταν ανυποψίαστες, ανέτοιμες, ακόμα και μη-διαθέσιμες για αυτό.
Ο Έριχ Φρομ υποστήριξε πως δεν υπάρχει καμία άλλη διαδικασία, τόσο ελπιδοφόρα και ψυχοφθόρα, όσο ο έρωτας, η οποία παρόλα αυτά αποτυγχάνει συχνότερα από οποιαδήποτε αντίστοιχη ανθρώπινη προσπάθεια ή ενέργεια.
Τα πρώτα συμπτώματα: Πρωταρχική αγωνία που σχετίζεται με το πως μας βλέπεις ο άλλος στο bar, αν έχουν σταθεί κολακευτικά τα μαλλιά μας πίσω απ’ το αυτί και αν τελικά του αρέσουμε άβαφες. Στη συνέχεια, ένας ασυγκράτητος ενθουσιασμός που έχει να κάνει με την συνειδητοποίηση του πόσο όμορφή είναι η ζωή, τι χαζή ήμουν που δεν το είχα καταλάβει νωρίτερα και ξενυχτούσα αδιάκοπα και ανώφελα με παρέες που ούτε καν θυμάμαι τα ονόματά τους. Και, φυσικά μια δυναμική βεβαιότητα, ότι κανένας άνθρωπος πάνω στην γη, ανεξάρτητα από το τι δηλώνουν οι γονείς του, τον έχει αγαπήσει περισσότερο από όσο εμείς.
Συνειδητά ή ασυνείδητα ερωτευόμαστε το «τέλειο» ή έστω αυτό που θεωρούμε εμείς ως τέτοιο. Ευτυχώς για όλους η τελειότητα είναι κάτι το διαφορετικό από άνθρωπο σε άνθρωπο, κάτι το υποκειμενικό και έτσι αφήνει τον καθένα μας να βγει «στην γύρα», ψάχνοντας για το δικό του μισό, το οποίο θα του εφαρμόζει άριστα και δεν θα μπορεί να το «δανειστεί» κανείς άλλος. Προφανής η κτητικότητα, αλλά και η αυταπάτη που γεννά ο ανθρώπινος εγκέφαλος στην προσπάθεια να ωραιοποίησει τον καλά βιωμένο του κόσμο και να τον επαναδιατυπώσει πάνω σε πιο «χρωματιστό φόντο».
Αμερικάνοι ερευνητές, αντιτιθέμενοι στην φροϋδική αντίληψη, αποδεσμεύουν τον έρωτα από την σεξουαλική διέγερση. Αντίθετα, τον θέτουν στα όρια μιας βιολογικής ανάγκης, όπως αυτή του ύπνου, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσαμε να «τα βγάλουμε πέρα». Το State University της Νέας Υόρκης ερεύνησε το ζήτημα σε ένα πεδίο ανάλυσης 2.500 τομογραφιών από 17 «ερωτευμένους» εγκεφάλους που διένυαν τις πρώτες μέρες ή βδομάδες του πάθους τους. Οι φοιτητές που συμμετείχαν στο πείραμα κοιτούσαν την φωτογραφία του αγαπημένου/αγαπημένης τους την ώρα που υποβάλλονταν σε μαγνητική τομογραφία. Οι εικόνες που βγήκαν ως τα αποτελέσματα της μελέτης, συγκρίθηκαν με άλλα, στα οποία οι ίδιοι φοιτητές κοιτούσαν την φωτογραφία κάποιου απλού γνωστού τους. Αποτέλεσμα;
Οι εστίες δραστηριότητας του έρωτα «κρύβονται» σε κύτταρα του υποσυνειδήτου που είτε παράγουν, είτε προσλαμβάνουν ντοπαμίνη. Το εν λόγω χημικό στοιχείο ανιχνεύεται σε μεγάλες συγκεντρώσεις στον εγκέφαλο, όταν περιμένουμε, όταν ανυπομονούμε για κάτι. Η ανυπομονησία, όμως, από τον ίδιο της τον ορισμό, ξεπερνά κάθε έννοια λογικής. Παράλογος και επίμονος λοιπόν ο έρωτας βρίσκει την έδρα του, τα αίτιά του, εκεί ακριβώς που εδράζονται και τα αίτια του μίσους. Παθιαζόμαστε να μισούμε με τον ίδιο τρόπο που λατρεύουμε να αγαπάμε κάποιον. Πρόκειται για δυο ακρότητες που φαίνεται καταλαβαίνουν η μια την άλλη, πολύ περισσότερο από όσο τελικά τις κατανοούν οι ίδιοι οι παθόντες.
Ο έρωτας είναι τυφλός
Οι ερευνητές, ακόμη διαπίστωσαν ότι στον εγκέφαλο τον πιο «παθιασμένων» ενεργοποιείται ο λεγόμενος «κερκοφόρος» πυρήνας, ο οποίος εγγράφεται εκ διαμέτρου αντίθετα από την περιοχή που καταγράφει το πόσο ελκυστικός είναι κάποιος, το
πόσο δηλαδή τα χαρακτηριστικά προσώπου και σώματος ταιριάζουν με τα κοινωνικά διαμορφωμένα πρότυπα της εκάστοτε εποχής. Ακόμα και αν περιστοιχιζόμαστε από ένα σωρό επίδοξους «γαμπρούς», ο πραγματικά ερωτευμένος δεν έχει μάτια για κανέναν άλλον, πέραν αυτού που του υπέδειξε ο κερκοφόρος πυρήνας του. Αυτό δεν σημαίνει πως η επιλογή του κάθε ερωτευμένου δεν μπορεί να αλλάξει, όταν αλλάζουν οι συνθήκες τις ζωής του ή τα «θέλω» του.
Αυτό σημαίνει πως ο έρωτας πέρα από τυφλός, είναι και απόλυτος. Δεν μπορεί να συμβαίνει ανάμεσα σε πολλά πρόσωπα, δεν μπορεί να φορεθεί ως ρούχο από πολλούς κατόχους ή και να μοιραστεί σε πολλές καρδιές. Ο ενθουσιασμός, το πάθος, η ένταση, η ανάγκη για συντροφικότητα, η ανασφάλεια, η αυτοεπιβεβαίωση, η μοναξιά, τα κόμπλεξ ή η επιθυμία μας για καλή ζωή είναι εκφάνσεις του εαυτού μας που απαντώνται από τον έρωτα και είτε τον διογκώνουν, είτε τον ελαχιστοποιούν, σε καμία περίπτωση όμως δεν τον ορίζουν.
Θα ήταν πέρα για πέρα ενθαρρυντικό κάθε γνωριμία να σηματοδοτεί και την αρχή ενός μεγάλου έρωτα. Μην πιστέψετε όμως ότι αυτό θα συμβαίνει, γιατί αν το κάνετε απλούστατα αποκλείεται να συμβεί. Ποιος θα το ‘θελε εξάλλου… Αφού στον πηγεμό για την Ιθάκη, κανείς δεν μπορεί να αποφύγει τα παραπλανητικά στάδια, που στην τελική, συναποτελούν την ουσία για ολόκληρο το ταξίδι..