Χέρτα Μίλερ: Η γυναίκα πίσω από το Νόμπελ

Το άγνωστο -στην πλειοψηφία ακόμα και των βιβλιόφιλων Ελλήνων- όνομα της Χέρτα Μίλερ ήταν αυτό που ανακοίνωσε την 8η Οκτωβρίου ο μόνιμος γραμματέας της Σουηδικής Ακαδημίας Πέτερ Ένγκλουντ ως το καταλληλότερο προς βράβευση για το φετινό Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Η επιλογή της συγκεκριμένης συγγραφέως δημιουργεί ερωτηματικά, προβληματισμό και οπωσδήποτε την ανάγκη να αναζητήσουμε γι’αυτήν περισσότερες πληροφορίες καθώς και τίτλους βιβλίων της.Ξεκινώντας από το τέλος, με δυσκολία καταφέραμε να βρούμε στην ελληνική αγορά έστω και αυτόν τον έναν, μοναδικό τίτλο του βιβλίου της «Μετέωροι Ταξιδιώτες», το οποίο κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Ηρόδοτο το 1993, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία (αν και είμαστε βέβαιοι ότι με αφορμή το Νόμπελ της συγγραφέως, σύντομα θα μεταφραστούν στα ελληνικά περισσότερα βιβλία της). Και αφού δεν έχουμε την δυνατότητα να γνωρίσουμε άμεσα το έργο της ώστε να δημιουργήσουμε πιο προσωπική άποψη για το στιλ, τουλάχιστον, γραφής της, ανατρέξαμε στα πιο έγκυρα βιβλιοκεντρικά blogs και ιστοσελίδες προκειμένου να δημιουργήσουμε μία πληρέστερη εικόνα του προφίλ της.

Τα πρώτα χρόνια στην εξορία της Ρουμανίας
Μετά τις ειρηνευτικές συνθήκες του 1919 η άλλοτε επαρχία Μπανάτ της Αυστρο-Ουγγαρίας χωρίστηκε στην σημερινή Ρουμανία και στο νέο κράτος της Γιουγκοσλαβίας, με ένα μικρό κομμάτι γης να ανήκει στην Ουγγαρία. Με πρώτη ματιά η όλη περιοχή μοιάζει ομοιόμορφη: τα σπίτια με τις αυλές, οι δρόμοι, οι πεδιάδες… μόνο οι διαφορετικές εκκλησίες μαρτυρούν αν κάποια χωριά κατοικούνται από Ούγγρους ή Ρουμάνους, Σέρβους ή Γερμανούς. Η δε γη είναι τόσο φλατ και οι ουρανοί τόσο απέραντοι, με τα Καρπάθια όρη να αποτελούν μόνο μια σκιά στον ορίζοντα, που για πολλούς, ειδικά τις μέρες που βρέχει και έχει ομίχλη, το τοπίο μοιάζει καταθλιπτικό. Σε ένα από αυτά τα χωριά, το Nitzkydorf της Ρουμανίας, ένα μέρος όπου το φλατ δίνει την θέση του στην εξοχή, γεννήθηκε στις 17 Αυγούστου του 1953 η γερμανίδα Χέρτα Μίλερ. Γεννήθηκε ουσιαστικά στην εξορία.

Οι σκληρές συνθήκες ζωής στην κομμουνιστική Ρουμανία υπό το αυταρχικό καθεστώς του Νικολάε Τσαουσέσκου, η ιστορία των Γερμανών στην πρώην επαρχία Μπανάτ (και ευρύτερα της Τρανσυλβανίας) και η δίωξη των γερμανόφωνων Ρουμάνων που ξεσπούσαν συχνά σε λυτρωτικά κινήματα, περιγράφονται γλαφυρά μέσα από τα διηγήματα και την ποίηση της Μίλερ. Οι γονείς της Μίλερ ανήκαν και αυτοί στην γερμανική μειοψηφία που έγινε μέρος της Ρουμανίας, ήταν και οι δύο αγρότες, αλλά λόγω της υπηρεσίας του πατέρα στα γερμανικά SS και της 5ετούς φυλάκισης της μητέρας σε στρατόπεδο Γκούλαγκ της Ουκρανίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι κοινωνικο-πολτικές αναταραχές υπήρξαν ανέκαθεν φλέγον ζήτημα στην οικογένεια. Η μητρική, λοιπόν, γλώσσα της Μίλερ είναι τα γερμανικά, ενώ ρουμάνικα έμαθε μόνο στο σχολείο.

Μεγαλώνοντας ακολούθησε σπουδές στην Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία αλλά και στην Ρουμάνικη λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Τιμισοάρα. Το 1976 η Μίλερ ξεκίνησε να εργάζεται ως μεταφράστρια σε ένα γερμανικό εργοστάσιο μηχανολογίας, αλλά απολύθηκε το 1979 επειδή αρνήθηκε να συνεργαστεί με την Σεκουριτάτε, την Κρατική Υπηρεσία Ασφαλείας της Ρουμανίας (κατά την διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος). Έπειτα βρήκε δουλειά σε ένα νηπιαγωγείο, ενώ παράλληλα έδινε ιδιαίτερα μαθήματα Γερμανικών. Το πρώτο της βιβλίο εκδόθηκε (στα γερμανικά) το 1982, αλλά λογοκρίθηκε από τα κρατικά μέσα, καθώς περιέγραφε την κατάσταση της γερμανόφωνης Μπανάτ μέσα από τα μάτια ενός μικρού παιδιού. Παράλληλα η ίδια υπήρξε μέλος του Aktionsgruppe Banat, μίας ομάδας γερμανόφωνων συγγραφέων που υποστήριζε την ελευθερία του λόγου έναντι της λογοκρισίας από το καθεστώς Τσαουσέσκου –θέμα το οποίο αναλύει και σε επόμενα βιβλία της.

Η ζωή στο Δυτικό Βερολίνο
Το 1985 η Μίλερ ζητά άδεια για να μεταναστεύσει στην Δυτική Γερμανία, μαζί με τον σύζυγό της, επίσης συγγραφέα Richard Wagner, αλλά απορρίπτεται. Τελικά, το 1987 καταφέρνει να εγκατασταθεί στο Δυτικό Βερολίνο. Στα χρόνια που ακολούθησαν η συγγραφέας δίδαξε ως λέκτορας σε πανεπιστήμια της Γερμανίας και του εξωτερικού, το 1995 έγινε μέλος (και σιγά-σιγά απέκτησε όλο και μεγαλύτερες θέσεις) στην Γερμανική Ακαδημία Συγγραφής και Ποίησης, ενώ νωρίτερα φέτος, το διήγημά της Everything I Possess I Carry With Me (γερμανικά: Atemschaukel) προτάθηκε για το Γερμανικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Το βιβλίο έχει να κάνει με το ταξίδι ενός νέου σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης Γκούλαγκ της Σοβιετικής Ένωσης ως παράδειγμα της μοίρας του γερμανικού πληθυσμού στην Τρανσυλβανία, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Παρόλο που η Χέρτα Μίλερ δεν έχει ποτέ μιλήσει δημόσια για τους ανθρώπους ή τα βιβλία που επηρέασαν το λογοτεχνικό της πεδίο, η ίδια έχει αποδώσει τις ρίζες της σε διάφορες βιωματικές πηγές: Οι πανεπιστημιακές σπουδές της, για παράδειγμα, την βοήθησαν να δει τις διαφορές και ομοιότητες της Γερμανικής και Ρουμάνικης κουλτούρας. Η ίδια είπε κάποτε ότι συγκρίνοντας τις δύο γλώσσες είναι σα να συγκρίνει κανείς δύο διαφορετικούς κόσμους «Οι Ρουμάνοι, για παράδειγμα, όταν βλέπουν ένα αστέρι που πέφτει λένε ότι κάποιος πέθανε, ενώ οι Γερμανοί στην ίδια περίπτωση λένε να κάνεις μια ευχή». Μία άλλη σημαντική πηγή έμπνευσης και επιρροής υπήρξε οπωσδήποτε ο σύζυγος της Μίλερ, Ρίτσαρντ Βάγκνερ, οι ζωές των οποίων υπήρξαν παράλληλες, ενώ και οι δύο τελούν μέλη της Aktionsgruppe Banat. Η συγκεκριμένη ομάδα, μάλιστα, λειτούργησε με τον δικό της τρόπο στο ωμό στιλ γραφής της Μίλερ που στο παρελθόν έδειχνε να αψηφά τα οποία προβλήματα της δημιουργούσε με την μυστική αστυνομία της Ρουμανίας. Αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της γραφής της, επιπλέον, είναι ότι ενώ τα βιβλία της είναι μυθιστορηματικά, με φανταστικές ιστορίες, τα έχει βασίσει σε πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα που γνώρισε. Τέλος, η επιφυλακτικότητα και ο φόβος που χαρακτήριζε την ζωή των συνανθρώπων της Μίλερ στα παιδικά της χρόνια φαίνεται πως στοιχειώνουν τα μυθιστορήματά της, αφού σε αυτά η δυσπιστία μοιάζει να εισχωρεί ακόμα και στις πιο στενές ανθρώπινες σχέσεις με αποτέλεσμα να υπονομεύεται και να παραλύει κάθε δεσμός εμπιστοσύνης.

Το βραβείο Νόμπελ
Σύμφωνα με το blog βιβλιοκριτικής της βρετανικής εφημερίδας Guardian, η σκοπιά με την οποία η Μίλερ παρουσιάζει τα θέματά της στα διηγήματα και τα κείμενά της δεν είναι σε καμία περίπτωση «άνετη». Κι όμως λίγοι άλλοι σύγχρονοι συγγραφείς μπορούν να φανούν αντάξιοι της δικής της αντίληψης ως προς τον ολοκληρωτισμό και την διαφθορά που επιφέρει μία δικτατορία –ακόμα λιγότεροι είναι ικανοί να το κάνουν με λέξεις τόσο ποιητικές που εισχωρούν κάτω από το δέρμα και σφηνώνονται στο μυαλό του αναγνώστη. Παρ’όλα αυτά, οι απόψεις σχετικά με την πρόσφατη βράβευση της Χέρτα Μίλερ διχάστηκαν.

Από την μία, ο βιβλιοκριτικός της Guardian αναφέρει, «Απονέμοντας το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2009 στην Χέρτα Μίλερ, η Σουηδική Ακαδημία κάνει κάτι παραπάνω από το να βραβεύει μία εξαίρετη συγγραφέα: Προκαλεί για μία ακόμα φορά τον αυτο-ικανοποιούμενο Αγγλο-κεντρισμό της αγγλόφωνης βιομηχανίας εκδόσεων, με τους ιδιαίτερα στενούς ορισμούς στο τι σημαίνει «καλό γράψιμο» και διευρύνει τις αντιλήψεις μας για την Ευρώπη.» Από την άλλη, σε άλλα βρετανικά και γαλλικά blogs βιβλιοκριτικής (βλέπε: The Literary Saloon και La Republique des Livres) υπήρξαν αντιδράσεις από αναγνώστες (βιβλιοπώλες και εκδότες) καθώς η Μίλερ είναι σχεδόν άγνωστη στις περισσότερες μη-γερμανόφωνες χώρες, κάτι που εγείρει ερωτήματα για την ενδεχόμενη αμεροληψία ή τις πολιτικές ίντριγκες που μπορεί να σχετίζονται με ένα τέτοιο βραβείο. Κακές γλώσσες έφτασαν να πουν, μάλιστα, πως κάθε συγγραφέας τελικά, ακόμα και μέτριος μπορεί να πάρει το Νόμπελ, πόσο μάλλον όταν έχει ένα ισχυρό πολιτικό προφίλ.

Σε κάθε περίπτωση, όταν πρόκειται για ένα ζήτημα τόσο υποκειμενικό όσο η λογοτεχνία, ο καθένας μας έχει το δικαίωμα να αποφασίσει από μόνος του για το πόσο του αρέσει ή δεν του αρέσει ένα βιβλίο, ένας συγγραφέας ή ένα στιλ γραφής. Όπως αναφέρθηκε και στην εισαγωγή, το βιβλίο «Μετέωροι Ταξιδιώτες» της Χέρτα Μίλερ υπάρχει ακόμα στα ράφια του εκδοτικού οίκου Ηρόδοτος αν θέλετε να πάρετε μια γεύση από την συγγραφέα, ενώ ο εκδότης του Ηρόδοτου κ. Σταμούλης είναι πρόθυμος να σας δώσει μερικές παραπάνω πληροφορίες γι’αυτήν.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...