Ολόκληροι διάδρομοι στα καταστήματα καλλυντικών, αλλά και στα supermarket και τα φαρμακεία είναι αφιερωμένοι σε αυτά τα μικρά μπουκαλάκια. «Deodorant», «antiperspirant», «alcohol free»... Τι σημαίνουν πρακτικά όλα αυτά που αναγράφουν; Προτού επιλέξετε στην τύχη κάποιο από τα παραταγμένα στην σειρά αποσμητικά, μάθετε τα πάντα γι’ αυτά.
Γιατί χρειαζόμαστε αποσμητικό; Η απάντηση είναι απλή: επειδή ιδρώνουμε. Το γιατί ιδρώνουμε είναι μια άλλη ιστορία, την οποία σας "αφηγηθήκαμε" σε παλιότερο δημοσίευμά μας. Συνοπτικά, οι ιδρωτοποιοί αδένες μας εκκρίνουν ιδρώτα για να διατηρούν την θερμοκρασία του σώματος στα σωστά επίπεδα, όταν «υπερθερμαινόμαστε».
Σε σημεία, όμως, όπως οι μασχάλες, όπου ο ιδρώτας εγκλωβίζεται και υπάρχει σχετική υγρασία, είναι ευκολότερο να συγκεντρωθούν βακτήρια. Αυτά είναι υπεύθυνα για την κακοσμία που έχουμε συνδέσει με τον ιδρώτα. Γι’ αυτό, λοιπόν, χρειαζόμαστε τα αποσμητικά, ώστε να αντιμετωπίσουμε την δυσάρεστη οσμή που προκαλείται.
Αποσμητική… ιστορία Τα πρώτα –και πρωτόγονα- αποσμητικά προϊόντα δημιουργήθηκαν στον αραβικό κόσμο κατά την διάρκεια του 9ου αιώνα μ.Χ. Το πρώτο επώνυμο αποσμητικό εμφανίστηκε το 1888 στις ΗΠΑ με το όνομα Mum, έχοντας την υφή κέρινης κρέμας, γεγονός που την έκανε όχι και τόσο εύχρηστη. Μέσα στα επόμενα χρόνια, εμφανίστηκαν τα πρώτα προϊόντα με βάση το αργίλιο τα οποία μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα γνώρισαν επιτυχία.
Κάπου στα ‘50s, τα αποσμητικά πέρασαν στην εποχή των spray. Μέχρι το 1980 επικράτησαν στην αγορά και ήταν εξαιρετικά δημοφιλή. Η παντοδυναμία τους έλαβε τέλος, μόλις έγιναν οι πρώτες έρευνες για πιθανά προβλήματα υγείας και για την τρύπα του όζοντος, με την οποία σχετίζονταν τα προϊόντα τύπου aerosol. Κάπως έτσι, περάσαμε στην εποχή των sticks, η οποία φτάνει μέχρι και τις μέρες μας.
Ποια είδη αποσμητικών υπάρχουν και πώς «λειτουργούν»; Ένας πρώτος σημαντικός διαχωρισμός των προϊόντων είναι αυτός που αντιλαμβανόμαστε και με μια πρόχειρη ματιά στις συσκευασίες τους: deodorant και antiperspirant. Στην ουσία, ενώ χρησιμοποιούμε τον όρο «αποσμητικά» για όλα τα σχετικά προϊόντα, είναι σωστός μόνο για τα «deodorant», ενώ τα «antiperspirant» χαρακτηρίζονται πιο ορθώς ανθιδρωτικά. Με άλλα λόγια, η πρώτη κατηγορία καταπολεμά την οσμή, ενώ η δεύτερη την προλαμβάνει, σταματώντας εν μέρει την εφίδρωση.
Ας δούμε πώς δρα το καθένα: Τα αποσμητικά προϊόντα βασίζονται σε αντιμικροβιακή σύσταση. Τέτοια μπορεί να είναι το αλκοόλ, το οποίο κινητοποιεί μεν τους ιδρωτοποιούς αδένες, αλλά σκοτώνει προσωρινά τα βακτήρια. Εκτός από το αλκοόλ, χρησιμοποιούνται και άλλες αντιμικροβιακές ουσίες, όπως το triclosan, επιβραδύνοντας την ανάπτυξη των βακτηρίων. Στην σύστασή τους, τέλος, συμπεριλαμβάνεται άρωμα ή φυσικά έλαια, τα οποία επικαλύπτουν την οσμή του ιδρώτα.
Τα ανθιδρωτικά προϊόντα από την άλλη, είναι στην ουσία αποσμητικά συνδυασμένα με ουσίες που σταματούν ή μειώνουν την εφίδρωση, ώστε να μην υπάρχει η "δελεαστική" για τα βακτήρια υγρασία. Συνήθως, τέτοιες ουσίες είναι χημικές ενώσεις του αργιλίου, οι οποίες αλληλεπιδρούν με τους ηλεκτρολύτες του ιδρώτα, δημιουργώντας ένα είδος gel, που φράσσει τους ιδρωτοποιούς αδένες για να μην εκκρίνουν υγρά. Τελικά, το gel αυτό αποβάλλεται με την φυσική απολέπιση της επιδερμίδας.
Παράλληλα, τα άλατα του αργιλίου εμποδίζουν τον ιδρώτα να φτάσει στην επιφάνεια της επιδερμίδας με την στυπτική τους δράση. Κάπως έτσι, μειώνεται ως και 20% ο ιδρώτας που παράγουμε και μειώνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο το ενδεχόμενο της κακοσμίας.
Ενδεικτικό της διαφοράς deodorant και antiperspirant είναι το γεγονός πως στις ΗΠΑ, τα αποσμητικά θεωρούνται καλλυντικά, ενώ τα ανθιδρωτικά χαρακτηρίζονται ως φαρμακευτικά προϊόντα. Σε κάθε περίπτωση, αφού παραχθούν και προτού κυκλοφορήσουν στο εμπόριο, όλα τα σχετικά παρασκευάσματα οφείλουν να περάσουν από ελέγχους ασφάλειας για την υγεία και την αποτελεσματικότητά τους, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες της CTFA (Cosmetics, Toiletries and Fragrance Association).
Γιατί χρειαζόμαστε αποσμητικό; Η απάντηση είναι απλή: επειδή ιδρώνουμε. Το γιατί ιδρώνουμε είναι μια άλλη ιστορία, την οποία σας "αφηγηθήκαμε" σε παλιότερο δημοσίευμά μας. Συνοπτικά, οι ιδρωτοποιοί αδένες μας εκκρίνουν ιδρώτα για να διατηρούν την θερμοκρασία του σώματος στα σωστά επίπεδα, όταν «υπερθερμαινόμαστε».
Σε σημεία, όμως, όπως οι μασχάλες, όπου ο ιδρώτας εγκλωβίζεται και υπάρχει σχετική υγρασία, είναι ευκολότερο να συγκεντρωθούν βακτήρια. Αυτά είναι υπεύθυνα για την κακοσμία που έχουμε συνδέσει με τον ιδρώτα. Γι’ αυτό, λοιπόν, χρειαζόμαστε τα αποσμητικά, ώστε να αντιμετωπίσουμε την δυσάρεστη οσμή που προκαλείται.
Αποσμητική… ιστορία Τα πρώτα –και πρωτόγονα- αποσμητικά προϊόντα δημιουργήθηκαν στον αραβικό κόσμο κατά την διάρκεια του 9ου αιώνα μ.Χ. Το πρώτο επώνυμο αποσμητικό εμφανίστηκε το 1888 στις ΗΠΑ με το όνομα Mum, έχοντας την υφή κέρινης κρέμας, γεγονός που την έκανε όχι και τόσο εύχρηστη. Μέσα στα επόμενα χρόνια, εμφανίστηκαν τα πρώτα προϊόντα με βάση το αργίλιο τα οποία μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα γνώρισαν επιτυχία.
Κάπου στα ‘50s, τα αποσμητικά πέρασαν στην εποχή των spray. Μέχρι το 1980 επικράτησαν στην αγορά και ήταν εξαιρετικά δημοφιλή. Η παντοδυναμία τους έλαβε τέλος, μόλις έγιναν οι πρώτες έρευνες για πιθανά προβλήματα υγείας και για την τρύπα του όζοντος, με την οποία σχετίζονταν τα προϊόντα τύπου aerosol. Κάπως έτσι, περάσαμε στην εποχή των sticks, η οποία φτάνει μέχρι και τις μέρες μας.
Ποια είδη αποσμητικών υπάρχουν και πώς «λειτουργούν»; Ένας πρώτος σημαντικός διαχωρισμός των προϊόντων είναι αυτός που αντιλαμβανόμαστε και με μια πρόχειρη ματιά στις συσκευασίες τους: deodorant και antiperspirant. Στην ουσία, ενώ χρησιμοποιούμε τον όρο «αποσμητικά» για όλα τα σχετικά προϊόντα, είναι σωστός μόνο για τα «deodorant», ενώ τα «antiperspirant» χαρακτηρίζονται πιο ορθώς ανθιδρωτικά. Με άλλα λόγια, η πρώτη κατηγορία καταπολεμά την οσμή, ενώ η δεύτερη την προλαμβάνει, σταματώντας εν μέρει την εφίδρωση.
Ας δούμε πώς δρα το καθένα: Τα αποσμητικά προϊόντα βασίζονται σε αντιμικροβιακή σύσταση. Τέτοια μπορεί να είναι το αλκοόλ, το οποίο κινητοποιεί μεν τους ιδρωτοποιούς αδένες, αλλά σκοτώνει προσωρινά τα βακτήρια. Εκτός από το αλκοόλ, χρησιμοποιούνται και άλλες αντιμικροβιακές ουσίες, όπως το triclosan, επιβραδύνοντας την ανάπτυξη των βακτηρίων. Στην σύστασή τους, τέλος, συμπεριλαμβάνεται άρωμα ή φυσικά έλαια, τα οποία επικαλύπτουν την οσμή του ιδρώτα.
Τα ανθιδρωτικά προϊόντα από την άλλη, είναι στην ουσία αποσμητικά συνδυασμένα με ουσίες που σταματούν ή μειώνουν την εφίδρωση, ώστε να μην υπάρχει η "δελεαστική" για τα βακτήρια υγρασία. Συνήθως, τέτοιες ουσίες είναι χημικές ενώσεις του αργιλίου, οι οποίες αλληλεπιδρούν με τους ηλεκτρολύτες του ιδρώτα, δημιουργώντας ένα είδος gel, που φράσσει τους ιδρωτοποιούς αδένες για να μην εκκρίνουν υγρά. Τελικά, το gel αυτό αποβάλλεται με την φυσική απολέπιση της επιδερμίδας.
Παράλληλα, τα άλατα του αργιλίου εμποδίζουν τον ιδρώτα να φτάσει στην επιφάνεια της επιδερμίδας με την στυπτική τους δράση. Κάπως έτσι, μειώνεται ως και 20% ο ιδρώτας που παράγουμε και μειώνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο το ενδεχόμενο της κακοσμίας.
Ενδεικτικό της διαφοράς deodorant και antiperspirant είναι το γεγονός πως στις ΗΠΑ, τα αποσμητικά θεωρούνται καλλυντικά, ενώ τα ανθιδρωτικά χαρακτηρίζονται ως φαρμακευτικά προϊόντα. Σε κάθε περίπτωση, αφού παραχθούν και προτού κυκλοφορήσουν στο εμπόριο, όλα τα σχετικά παρασκευάσματα οφείλουν να περάσουν από ελέγχους ασφάλειας για την υγεία και την αποτελεσματικότητά τους, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες της CTFA (Cosmetics, Toiletries and Fragrance Association).