Όσο μεγαλύτερη χρονική περίοδο μια μητέρα θηλάζει το νεογέννητο παιδί
της, τόσο μεγαλώνει ο εγκέφαλός του και τόσο αυτό αποκτά αυξημένες
νοητικές δυνατότητες. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε μια νέα έρευνα
Βρετανών επιστημόνων, οι οποίοι ανακάλυψαν ότι υπάρχει άμεση σχέση
ανάμεσα στο μέγεθος του εγκεφάλου ενός θηλαστικού (συμπεριλαμβανομένων
των ανθρώπων) και του χρόνου θηλασμού.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Ρόμπερτ Μπάρτον του πανεπιστημίου Ντάραμ, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό PNAS της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ, σύμφωνα με τη βρετανική «Τέλεγκραφ», δήλωσαν ότι προς το παρόν δεν γνωρίζουν αν υπάρχει κάτι στο γάλα που βοηθά στην ανάπτυξη του εγκεφάλου. Παρόλα αυτά, η ανακάλυψή τους ενισχύει τη θέση όσων υποστηρίζουν ότι ο θηλασμός είναι η καλύτερη επιλογή για ένα μωρό.
Η διαμάχη σχετικά με το κατά πόσο ο θηλασμός είναι αναντικατάστατος, κρατά χρόνια. Όπως είπε ο Μπάρτον, «δεν μπορούμε να πούμε ακόμα με σιγουριά ότι το παρασκευασμένο βρεφικό γάλα δεν συνιστά επαρκές υποκατάστατο (του θηλασμού)». Πρόσθεσε όμως ότι, σε γενικές γραμμές, φαίνεται σωστή η αντίληψη πως ο θηλασμός υπερτερεί και τόνισε ότι η νέα έρευνα στηρίζει τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας οι νέες μητέρες να θηλάζουν, αν μπορούν, από 18 μήνες έως δύο χρόνια.
Οι βρετανοί ερευνητές μελέτησαν 128 είδη θηλαστικών (ανάμεσά τους και τον άνθρωπο) για να εξακριβώσουν αν υπάρχει σχέση ανάμεσα στον χρόνο που "επενδύει" μια μητέρα στον θηλασμό και στο μέγεθος του εγκεφάλου του βρέφους. Συμπέραναν ότι όσο περισσότερο διαρκεί αφενός η κύηση και αφετέρου ο θηλασμός, τόσο αυξάνει ο εγκέφαλος. Για παράδειγμα, ένα θηλυκό ελάφι, που έχει περίπου παρόμοιο βάρος με έναν άνθρωπο, μένει έγκυο για επτά μήνες και θηλάζει μέχρι έξι μήνες, με αποτέλεσμα να έχει εγκέφαλο έξι φορές μικρότερο από τον ανθρώπινο.
Πριν από τρία χρόνια, μια άλλη επιστημονική έρευνα, μεταξύ περίπου 14.000 παιδιών, είχε καταλήξει στη διαπίστωση ότι όσα είχαν θηλάσει για καιρό, είχαν σημαντικά καλύτερες επιδόσεις στα κατοπινά τεστ νοημοσύνης. Μια πιο πρόσφατη μελέτη, που δημοσιεύτηκε αυτόν τον μήνα, έδειξε ότι τα μωρά που έχουν θηλάσει, τα καταφέρνουν καλύτερα στην ανάγνωση, τη γραφή και τα μαθηματικά, όπως έδειξαν τεστ που πραγματοποιήθηκαν αργότερα, στις ηλικίες των 5, 7, 11 και 14 ετών.
Το γάλα του θηλασμού βελτιώνει το ανοσοποιητικό σύστημα των παιδιών, βοηθώντας στην καταπολέμηση των μολύνσεων, του άσθματος και άλλων παθήσεων.
www.skai.gr
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Ρόμπερτ Μπάρτον του πανεπιστημίου Ντάραμ, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό PNAS της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ, σύμφωνα με τη βρετανική «Τέλεγκραφ», δήλωσαν ότι προς το παρόν δεν γνωρίζουν αν υπάρχει κάτι στο γάλα που βοηθά στην ανάπτυξη του εγκεφάλου. Παρόλα αυτά, η ανακάλυψή τους ενισχύει τη θέση όσων υποστηρίζουν ότι ο θηλασμός είναι η καλύτερη επιλογή για ένα μωρό.
Η διαμάχη σχετικά με το κατά πόσο ο θηλασμός είναι αναντικατάστατος, κρατά χρόνια. Όπως είπε ο Μπάρτον, «δεν μπορούμε να πούμε ακόμα με σιγουριά ότι το παρασκευασμένο βρεφικό γάλα δεν συνιστά επαρκές υποκατάστατο (του θηλασμού)». Πρόσθεσε όμως ότι, σε γενικές γραμμές, φαίνεται σωστή η αντίληψη πως ο θηλασμός υπερτερεί και τόνισε ότι η νέα έρευνα στηρίζει τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας οι νέες μητέρες να θηλάζουν, αν μπορούν, από 18 μήνες έως δύο χρόνια.
Οι βρετανοί ερευνητές μελέτησαν 128 είδη θηλαστικών (ανάμεσά τους και τον άνθρωπο) για να εξακριβώσουν αν υπάρχει σχέση ανάμεσα στον χρόνο που "επενδύει" μια μητέρα στον θηλασμό και στο μέγεθος του εγκεφάλου του βρέφους. Συμπέραναν ότι όσο περισσότερο διαρκεί αφενός η κύηση και αφετέρου ο θηλασμός, τόσο αυξάνει ο εγκέφαλος. Για παράδειγμα, ένα θηλυκό ελάφι, που έχει περίπου παρόμοιο βάρος με έναν άνθρωπο, μένει έγκυο για επτά μήνες και θηλάζει μέχρι έξι μήνες, με αποτέλεσμα να έχει εγκέφαλο έξι φορές μικρότερο από τον ανθρώπινο.
Πριν από τρία χρόνια, μια άλλη επιστημονική έρευνα, μεταξύ περίπου 14.000 παιδιών, είχε καταλήξει στη διαπίστωση ότι όσα είχαν θηλάσει για καιρό, είχαν σημαντικά καλύτερες επιδόσεις στα κατοπινά τεστ νοημοσύνης. Μια πιο πρόσφατη μελέτη, που δημοσιεύτηκε αυτόν τον μήνα, έδειξε ότι τα μωρά που έχουν θηλάσει, τα καταφέρνουν καλύτερα στην ανάγνωση, τη γραφή και τα μαθηματικά, όπως έδειξαν τεστ που πραγματοποιήθηκαν αργότερα, στις ηλικίες των 5, 7, 11 και 14 ετών.
Το γάλα του θηλασμού βελτιώνει το ανοσοποιητικό σύστημα των παιδιών, βοηθώντας στην καταπολέμηση των μολύνσεων, του άσθματος και άλλων παθήσεων.
www.skai.gr