Μετά από ένα διαζύγιο, σχεδόν όλα αλλάζουν. Μία από τις αλλαγές είναι ότι πλέον έρχονται στην επιφάνεια, με πολύ έντονο πολλές φορές τρόπο, όλες οι διαφορές των δύο πρώην συζύγων. Αυτό συμβαίνει και σε ό,τι αφορά τα παιδιά και την ανατροφή τους. Είναι συχνά αναπόφευκτο, γι’ αυτό είναι σημαντικό οι γονείς να προσπαθούν όσο γίνεται να προστατέψουν το παιδί τους από τις μεταξύ τους «εχθροπραξίες».
Και το παιδί;
Θεωρητικά, ένα διαζύγιο χωρίζει τους συντρόφους, αλλά όχι τους γονείς. Θεωρητικά, δύο άνθρωποι που έχουν μαζί ένα παιδί, έχουν ενωθεί διαμέσου αυτού του παιδιού οριστικά και αμετάκλητα. Στην πράξη, δυστυχώς, τα πράγματα δεν επιβεβαιώνουν ακριβώς αυτή τη θεωρία. Αντίθετα, πολύ συχνά, όλα αυτά στα οποία (υποτίθεται ότι) συμφωνούσαν σχετικά με την ανατροφή του παιδιού τους τινάζονται στον αέρα και τη θέση τους παίρνουν διαφορετικές, εντελώς αντίθετες αντιλήψεις. Φαίνεται πως, όσο ζουν μαζί, πολλοί γονείς προσαρμόζονται ο ένας στις παιδαγωγικές τακτικές του άλλου, όχι από απάθεια ή αδιαφορία ή ελλιπή επικοινωνία, αλλά γιατί ο καθένας έχει το ρόλο του μέσα στην οικογένεια και απέναντι στο παιδί και αυτά που κάνει είναι αποδεκτά μέσα στο πλαίσιο του ρόλου αυτού. Κατά έναν τρόπο, οι γονείς όσο είναι μαζί αλληλοσυμπληρώνονται και αυτό τους δίνει την ευχέρεια να παραβλέπουν πολλά από αυτά που δεν εγκρίνουν ο ένας στον άλλον. Αυτό αλλάζει αυτόματα μετά το χωρισμό. Τότε, ο φακός πέφτει στις διαφορές, τις αντιθέσεις, τις ασυμφωνίες, δυστυχώς και σε ό,τι αφορά το παιδί ή τα παιδιά.
Πώς το βιώνει ένας μικρός φίλος;
Αυτό επιβεβαιώνει, πολύ ζωντανά από τη δική του οπτική γωνία, ο δωδεκάχρονος Αριστείδης: «Δεν αντέχω πια να τους ακούω! Έλεγα ότι άμα χωρίσουν, τουλάχιστον θα σταματήσουν επιτέλους οι τσακωμοί και οι φωνές, γιατί πριν αυτό έκαναν συνέχεια, μαλώνανε. Τώρα μένουμε χωριστά, εγώ είμαι μαζί με τη μητέρα μου, αλλά συνεχίζουν να μαλώνουν και μάλιστα τώρα μαλώνουν για μένα! Αυτό δεν γινόταν πριν. Για όποιο θέμα, δηλαδή, σχετικό με μένα πρέπει να μιλήσουν, εκείνοι, αντί να συμφωνήσουν, θα μαλώσουν για το αν, για παράδειγμα, θα πάω στη διήμερη εκδρομή με την τάξη μου, για το χαρτζιλίκι μου ή για το αν είναι καλό να βλέπω ποδόσφαιρο όταν έχει αγώνες αργά το βράδυ. Ενώ παλιά ο πατέρας μου δεν ανακατευόταν στα περισσότερα, ενώ η μητέρα μου δεν ανακατευόταν στα αθλητικά!».
Η εξήγηση Στην ουσία, αυτό που συμβαίνει με το χωρισμό είναι ότι φέρνει στην επιφάνεια προϋπάρχουσες -σε ενεργή ή λανθάνουσα μορφή- διαφωνίες και διαφορές. Συμβαίνει μάλιστα συχνά, κι αυτό φαίνεται πιο ξεκάθαρα π.χ. σε γάμους από διαφορετικές εθνικότητες ή κοινωνικές τάξεις, οι σύζυγοι να επιστρέφουν ολοκληρωτικά σε αυτό που θεωρούν «δικό τους» τρόπο ζωής, προσπαθώντας να «αποτινάξουν» από πάνω τους ό,τι είχαν ενσωματώσει ή άλλοτε αναγκαστεί να αποδεχτούν από τον τρόπο ζωής του άλλου. Κάπως έτσι συμβαίνει και με την ανατροφή των παιδιών. Ο καθένας από τους δύο αισθάνεται μετά το διαζύγιο «ελεύθερος» να συμπεριφερθεί στο παιδί του όπως εκείνος θεωρούσε και θεωρεί σωστό.
Η οπτική γωνία ενός χωρισμένου γονέα
«Η γυναίκα μου ήταν πάντα με τα παιδιά υπερβολικά απαιτητική σε θέματα πειθαρχίας και καλής διαγωγής. Έπρεπε πάντα να πηγαίνουν για ύπνο στις οκτώμισι, ακόμα και το καλοκαίρι, να προσέχουν πώς θα κάτσουν, πώς θα παίξουν, να μη λερωθούν, να μη γρατσουνιστούν, να μην κάνουν καμιά ζημιά, γενικά πολλά “μη” και πολλά “πρέπει”. Εγώ βέβαια την άφηνα, λίγο επειδή βαριόμουνα τις αντιπαραθέσεις, λίγο γιατί έλεγα ότι δεν πειράζει, καλό θα τους κάνει. Τώρα όμως που χωρίσαμε, όταν βλέπω τα παιδιά μου, έχω επιτέλους την ελευθερία να είμαι πιο χαλαρός μαζί τους, να είμαι δηλαδή πιο πολύ έτσι όπως είμαι εγώ σαν άνθρωπος, και βλέπω ότι αυτό αρέσει στα παιδιά και τους κάνει καλό, περνάμε ωραία μαζί. Φυσικά, η μητέρα τους είναι έξαλλη με την απάθειά μου, όπως τη λέει…»
Η εξήγηση Εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς, μέσα στα λόγια του Δημήτρη, ότι μετά το χωρισμό αφήνει πίσω του κάποιους συμβιβασμούς που είχε κάνει για χάρη της γυναίκας του και επιστρέφει -ανακουφισμένος σχεδόν- σε κομμάτια του παλιού του εαυτού που είχε «απαρνηθεί». Αυτό, βέβαια, γίνεται ούτως ή άλλως όταν οι δρόμοι δύο ανθρώπων χωρίζουν. Όμως, η ύπαρξη των παιδιών είναι που το φανερώνει στον άλλον, διαφορετικά μπορεί να μην το μάθαινε ποτέ. Μέσω των παιδιών αισθάνονται οι πρώην σύζυγοι πιο δυνατά την «προδοσία» της κοινής τους ζωής από τον άλλον. Και για το λόγο αυτόν, είναι ακόμα πιο δύσκολο να αποδεχτούν τις μεταξύ τους διαφορές στην ανατροφή των παιδιών. Πολλές φορές, λοιπόν, συνεχίζουν έτσι να ξεκαθαρίζουν δικούς τους λογαριασμούς, με πρόφαση το «καλό» των παιδιών.
«Κράμερ εναντίον Κράμερ»;
Ένα από τα πράγματα που χαρακτηρίζουν τους γονείς, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, είναι το ότι δεν συμφωνούν ποτέ απόλυτα στις παιδαγωγικές τους μεθόδους. Τα παιδιά πάλι, από τη μεριά τους, είναι κάλλιστα σε θέση να προσαρμοστούν σε αυτές τις διαφορές, από τις οποίες μάλιστα ωφελούνται, γιατί μαθαίνουν ότι υπάρχουν διαφορετικοί άνθρωποι, διαφορετικοί τρόποι ζωής με τους οποίους μπορεί να ζήσει πολύ καλά κανείς. Όταν, όμως, αυτές οι διαφορές εξελίσσονται σε ανταγωνισμό και πόλεμο επειδή ο ένας γονιός δεν σέβεται τον τρόπο του άλλου, τότε τα παιδιά πραγματικά υποφέρουν. Με ποιον τρόπο;
Μπαίνουν σε δίλημμα αφοσίωσης, επειδή νιώθουν ότι αναγκάζονται να πάρουν το μέρος του ενός γονιού προδίδοντας τον άλλον. Προσπαθούν συνέχεια να φερθούν με το σωστό τρόπο για να μη δείξουν ότι προτιμούν τον έναν ή τον άλλον, κρύβουν τα συναισθήματά τους, κλείνονται στον εαυτό τους, χάνουν τον αυθορμητισμό τους.
Παίρνουν θέση Ορισμένα παιδιά αντιδρούν με το να παίρνουν πράγματι -για ένα διάστημα τουλάχιστον- το μέρος του ενός γονιού, συνήθως αυτού με τον οποίο ζουν. Αυτό μοιάζει, κατ’ αρχάς, να ανακουφίζει τα πράγματα, όμως δεν είναι χωρίς συνέπειες για το παιδί, το οποίο αγαπάει και έχει ανάγκη και από τους δύο γονείς του, αλλά φοβάται πολύ ότι θα χάσει αυτόν που «απαρνήθηκε». Επίσης, αναγκάζεται πολλές φορές να κρύψει, να αρνηθεί ή να κάνει ότι δεν υπάρχουν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά και οι συμπεριφορές που το κάνουν να μοιάζει με τον άλλο γονιό, κάτι που του προκαλεί μεγάλη σύγκρουση, κυρίως με τον ίδιο του τον εαυτό.
Επιχειρούν να ευχαριστήσουν και τους δύο Πολλά είναι τα παιδιά που λένε στους γονείς τους, για παράδειγμα, ότι «Εγώ περνάω καλύτερα μαζί σου, θα ήθελα να μένω μόνο μαζί σου». Οι γονείς θεωρούν ότι τα παιδιά τούς χειρίζονται και τους κοροϊδεύουν και θυμώνουν μαζί τους. Όμως, ειδικά στα μικρότερα παιδιά, αυτή η συμπεριφορά δεν είναι παρά η προσπάθεια να βοηθήσουν τους γονείς επειδή νιώθουν πολύ καλά ότι αυτό θα ήθελαν να ακούσουν.
Μπαίνουν «στη μέση» Πολλά παιδιά αναγκάζονται (από τους γονείς συνήθως) να αναλάβουν ρόλο διαμεσολαβητή για να διατηρήσουν έστω κι έτσι την επικοινωνία μεταξύ των γονιών τους. Ο ρόλος, όμως, αυτός είναι πολύ άδικος και επιβαρυντικός, γιατί τα παιδιά αισθάνονται υπεύθυνα για τα «μηνύματα» που μεταφέρουν, τα οποία βέβαια συνήθως είναι αρνητικά. Παίρνουν επάνω τους την οργή, τη λύπη, την απογοήτευση που προκαλούν αυτά που διαβιβάζουν, και μπορεί να καταλήξουν να θεωρούν τα ίδια τους τα λόγια «επικίνδυνα», να φοβούνται να μιλήσουν, ή να μπερδέψουν με τον καιρό τα δικά τους συναισθήματα και τις δικές τους απόψεις με αυτές που μεταφέρουν.
Για να μην «πληρώσει τη νύφη» το παιδί
Για τους λόγους αυτούς, λοιπόν, οι ειδικοί συμφωνούν στο ότι οι μόνες διαφορές στην ανατροφή που μπορούν να αναστατώσουν πραγματικά ή να βλάψουν τα παιδιά είναι αυτές που προέρχονται από την απόρριψη του ενός γονιού προς τον άλλον. Όταν οι συζυγικές διαφορές και συγκρούσεις υπερκαλύπτουν και το γονεϊκό ρόλο, τότε συνήθως την «πληρώνουν» τα παιδιά. Πέρα, λοιπόν, από οποιεσδήποτε διαφορές, είναι σημαντικό να προσπαθήσουν -πραγματικά για το καλό των παιδιών τους- να εστιάσουν σε αυτά που συμφωνούν, έστω κι αν είναι μόνο ορισμένες βασικές αξίες, και να αντιληφθούν τους εαυτούς τους ως σύμμαχους, τουλάχιστον σε αυτό το ένα και μοναδικό πράγμα: Στο να εξασφαλίσουν στο παιδί τους το καλύτερο δυνατό παρόν και μέλλον.
Και το παιδί;
Θεωρητικά, ένα διαζύγιο χωρίζει τους συντρόφους, αλλά όχι τους γονείς. Θεωρητικά, δύο άνθρωποι που έχουν μαζί ένα παιδί, έχουν ενωθεί διαμέσου αυτού του παιδιού οριστικά και αμετάκλητα. Στην πράξη, δυστυχώς, τα πράγματα δεν επιβεβαιώνουν ακριβώς αυτή τη θεωρία. Αντίθετα, πολύ συχνά, όλα αυτά στα οποία (υποτίθεται ότι) συμφωνούσαν σχετικά με την ανατροφή του παιδιού τους τινάζονται στον αέρα και τη θέση τους παίρνουν διαφορετικές, εντελώς αντίθετες αντιλήψεις. Φαίνεται πως, όσο ζουν μαζί, πολλοί γονείς προσαρμόζονται ο ένας στις παιδαγωγικές τακτικές του άλλου, όχι από απάθεια ή αδιαφορία ή ελλιπή επικοινωνία, αλλά γιατί ο καθένας έχει το ρόλο του μέσα στην οικογένεια και απέναντι στο παιδί και αυτά που κάνει είναι αποδεκτά μέσα στο πλαίσιο του ρόλου αυτού. Κατά έναν τρόπο, οι γονείς όσο είναι μαζί αλληλοσυμπληρώνονται και αυτό τους δίνει την ευχέρεια να παραβλέπουν πολλά από αυτά που δεν εγκρίνουν ο ένας στον άλλον. Αυτό αλλάζει αυτόματα μετά το χωρισμό. Τότε, ο φακός πέφτει στις διαφορές, τις αντιθέσεις, τις ασυμφωνίες, δυστυχώς και σε ό,τι αφορά το παιδί ή τα παιδιά.
Πώς το βιώνει ένας μικρός φίλος;
Αυτό επιβεβαιώνει, πολύ ζωντανά από τη δική του οπτική γωνία, ο δωδεκάχρονος Αριστείδης: «Δεν αντέχω πια να τους ακούω! Έλεγα ότι άμα χωρίσουν, τουλάχιστον θα σταματήσουν επιτέλους οι τσακωμοί και οι φωνές, γιατί πριν αυτό έκαναν συνέχεια, μαλώνανε. Τώρα μένουμε χωριστά, εγώ είμαι μαζί με τη μητέρα μου, αλλά συνεχίζουν να μαλώνουν και μάλιστα τώρα μαλώνουν για μένα! Αυτό δεν γινόταν πριν. Για όποιο θέμα, δηλαδή, σχετικό με μένα πρέπει να μιλήσουν, εκείνοι, αντί να συμφωνήσουν, θα μαλώσουν για το αν, για παράδειγμα, θα πάω στη διήμερη εκδρομή με την τάξη μου, για το χαρτζιλίκι μου ή για το αν είναι καλό να βλέπω ποδόσφαιρο όταν έχει αγώνες αργά το βράδυ. Ενώ παλιά ο πατέρας μου δεν ανακατευόταν στα περισσότερα, ενώ η μητέρα μου δεν ανακατευόταν στα αθλητικά!».
Η εξήγηση Στην ουσία, αυτό που συμβαίνει με το χωρισμό είναι ότι φέρνει στην επιφάνεια προϋπάρχουσες -σε ενεργή ή λανθάνουσα μορφή- διαφωνίες και διαφορές. Συμβαίνει μάλιστα συχνά, κι αυτό φαίνεται πιο ξεκάθαρα π.χ. σε γάμους από διαφορετικές εθνικότητες ή κοινωνικές τάξεις, οι σύζυγοι να επιστρέφουν ολοκληρωτικά σε αυτό που θεωρούν «δικό τους» τρόπο ζωής, προσπαθώντας να «αποτινάξουν» από πάνω τους ό,τι είχαν ενσωματώσει ή άλλοτε αναγκαστεί να αποδεχτούν από τον τρόπο ζωής του άλλου. Κάπως έτσι συμβαίνει και με την ανατροφή των παιδιών. Ο καθένας από τους δύο αισθάνεται μετά το διαζύγιο «ελεύθερος» να συμπεριφερθεί στο παιδί του όπως εκείνος θεωρούσε και θεωρεί σωστό.
Η οπτική γωνία ενός χωρισμένου γονέα
«Η γυναίκα μου ήταν πάντα με τα παιδιά υπερβολικά απαιτητική σε θέματα πειθαρχίας και καλής διαγωγής. Έπρεπε πάντα να πηγαίνουν για ύπνο στις οκτώμισι, ακόμα και το καλοκαίρι, να προσέχουν πώς θα κάτσουν, πώς θα παίξουν, να μη λερωθούν, να μη γρατσουνιστούν, να μην κάνουν καμιά ζημιά, γενικά πολλά “μη” και πολλά “πρέπει”. Εγώ βέβαια την άφηνα, λίγο επειδή βαριόμουνα τις αντιπαραθέσεις, λίγο γιατί έλεγα ότι δεν πειράζει, καλό θα τους κάνει. Τώρα όμως που χωρίσαμε, όταν βλέπω τα παιδιά μου, έχω επιτέλους την ελευθερία να είμαι πιο χαλαρός μαζί τους, να είμαι δηλαδή πιο πολύ έτσι όπως είμαι εγώ σαν άνθρωπος, και βλέπω ότι αυτό αρέσει στα παιδιά και τους κάνει καλό, περνάμε ωραία μαζί. Φυσικά, η μητέρα τους είναι έξαλλη με την απάθειά μου, όπως τη λέει…»
Η εξήγηση Εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς, μέσα στα λόγια του Δημήτρη, ότι μετά το χωρισμό αφήνει πίσω του κάποιους συμβιβασμούς που είχε κάνει για χάρη της γυναίκας του και επιστρέφει -ανακουφισμένος σχεδόν- σε κομμάτια του παλιού του εαυτού που είχε «απαρνηθεί». Αυτό, βέβαια, γίνεται ούτως ή άλλως όταν οι δρόμοι δύο ανθρώπων χωρίζουν. Όμως, η ύπαρξη των παιδιών είναι που το φανερώνει στον άλλον, διαφορετικά μπορεί να μην το μάθαινε ποτέ. Μέσω των παιδιών αισθάνονται οι πρώην σύζυγοι πιο δυνατά την «προδοσία» της κοινής τους ζωής από τον άλλον. Και για το λόγο αυτόν, είναι ακόμα πιο δύσκολο να αποδεχτούν τις μεταξύ τους διαφορές στην ανατροφή των παιδιών. Πολλές φορές, λοιπόν, συνεχίζουν έτσι να ξεκαθαρίζουν δικούς τους λογαριασμούς, με πρόφαση το «καλό» των παιδιών.
«Κράμερ εναντίον Κράμερ»;
Ένα από τα πράγματα που χαρακτηρίζουν τους γονείς, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, είναι το ότι δεν συμφωνούν ποτέ απόλυτα στις παιδαγωγικές τους μεθόδους. Τα παιδιά πάλι, από τη μεριά τους, είναι κάλλιστα σε θέση να προσαρμοστούν σε αυτές τις διαφορές, από τις οποίες μάλιστα ωφελούνται, γιατί μαθαίνουν ότι υπάρχουν διαφορετικοί άνθρωποι, διαφορετικοί τρόποι ζωής με τους οποίους μπορεί να ζήσει πολύ καλά κανείς. Όταν, όμως, αυτές οι διαφορές εξελίσσονται σε ανταγωνισμό και πόλεμο επειδή ο ένας γονιός δεν σέβεται τον τρόπο του άλλου, τότε τα παιδιά πραγματικά υποφέρουν. Με ποιον τρόπο;
Μπαίνουν σε δίλημμα αφοσίωσης, επειδή νιώθουν ότι αναγκάζονται να πάρουν το μέρος του ενός γονιού προδίδοντας τον άλλον. Προσπαθούν συνέχεια να φερθούν με το σωστό τρόπο για να μη δείξουν ότι προτιμούν τον έναν ή τον άλλον, κρύβουν τα συναισθήματά τους, κλείνονται στον εαυτό τους, χάνουν τον αυθορμητισμό τους.
Παίρνουν θέση Ορισμένα παιδιά αντιδρούν με το να παίρνουν πράγματι -για ένα διάστημα τουλάχιστον- το μέρος του ενός γονιού, συνήθως αυτού με τον οποίο ζουν. Αυτό μοιάζει, κατ’ αρχάς, να ανακουφίζει τα πράγματα, όμως δεν είναι χωρίς συνέπειες για το παιδί, το οποίο αγαπάει και έχει ανάγκη και από τους δύο γονείς του, αλλά φοβάται πολύ ότι θα χάσει αυτόν που «απαρνήθηκε». Επίσης, αναγκάζεται πολλές φορές να κρύψει, να αρνηθεί ή να κάνει ότι δεν υπάρχουν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά και οι συμπεριφορές που το κάνουν να μοιάζει με τον άλλο γονιό, κάτι που του προκαλεί μεγάλη σύγκρουση, κυρίως με τον ίδιο του τον εαυτό.
Επιχειρούν να ευχαριστήσουν και τους δύο Πολλά είναι τα παιδιά που λένε στους γονείς τους, για παράδειγμα, ότι «Εγώ περνάω καλύτερα μαζί σου, θα ήθελα να μένω μόνο μαζί σου». Οι γονείς θεωρούν ότι τα παιδιά τούς χειρίζονται και τους κοροϊδεύουν και θυμώνουν μαζί τους. Όμως, ειδικά στα μικρότερα παιδιά, αυτή η συμπεριφορά δεν είναι παρά η προσπάθεια να βοηθήσουν τους γονείς επειδή νιώθουν πολύ καλά ότι αυτό θα ήθελαν να ακούσουν.
Μπαίνουν «στη μέση» Πολλά παιδιά αναγκάζονται (από τους γονείς συνήθως) να αναλάβουν ρόλο διαμεσολαβητή για να διατηρήσουν έστω κι έτσι την επικοινωνία μεταξύ των γονιών τους. Ο ρόλος, όμως, αυτός είναι πολύ άδικος και επιβαρυντικός, γιατί τα παιδιά αισθάνονται υπεύθυνα για τα «μηνύματα» που μεταφέρουν, τα οποία βέβαια συνήθως είναι αρνητικά. Παίρνουν επάνω τους την οργή, τη λύπη, την απογοήτευση που προκαλούν αυτά που διαβιβάζουν, και μπορεί να καταλήξουν να θεωρούν τα ίδια τους τα λόγια «επικίνδυνα», να φοβούνται να μιλήσουν, ή να μπερδέψουν με τον καιρό τα δικά τους συναισθήματα και τις δικές τους απόψεις με αυτές που μεταφέρουν.
Για να μην «πληρώσει τη νύφη» το παιδί
Για τους λόγους αυτούς, λοιπόν, οι ειδικοί συμφωνούν στο ότι οι μόνες διαφορές στην ανατροφή που μπορούν να αναστατώσουν πραγματικά ή να βλάψουν τα παιδιά είναι αυτές που προέρχονται από την απόρριψη του ενός γονιού προς τον άλλον. Όταν οι συζυγικές διαφορές και συγκρούσεις υπερκαλύπτουν και το γονεϊκό ρόλο, τότε συνήθως την «πληρώνουν» τα παιδιά. Πέρα, λοιπόν, από οποιεσδήποτε διαφορές, είναι σημαντικό να προσπαθήσουν -πραγματικά για το καλό των παιδιών τους- να εστιάσουν σε αυτά που συμφωνούν, έστω κι αν είναι μόνο ορισμένες βασικές αξίες, και να αντιληφθούν τους εαυτούς τους ως σύμμαχους, τουλάχιστον σε αυτό το ένα και μοναδικό πράγμα: Στο να εξασφαλίσουν στο παιδί τους το καλύτερο δυνατό παρόν και μέλλον.
Ο χρόνος γιατρεύει, άλλα δεν αρκεί
Η «δύσκολη» ή «προβληματική» συμπεριφορά των παιδιών μετά το διαζύγιο είναι συνήθως αυτή που κάνει τον ένα γονιό να αμφιβάλλει, να αγωνιά ή να εξοργίζεται με τις μεθόδους διαπαιδαγώγησης του άλλου. Στον πρώτο καιρό μετά το διαζύγιο (που μπορεί να είναι, κατά περίπτωση, και 1-2 χρόνια), πολλά παιδιά αντιδρούν έντονα, αλλάζουν, γίνονται «δύσκολα», κάτι που μπορεί να οφείλεται ακόμη και στις εντάσεις που υπήρχαν πριν από το διαζύγιο των γονιών, αλλά και στην προσπάθεια προσαρμογής στην καινούργια κατάσταση. Αν αυτές οι συμπεριφορές συνεχίζονται για πολύ καιρό μετά το χωρισμό, τότε το πρώτο πράγμα για το οποίο θα πρέπει να αναρωτηθούν οι γονείς είναι το πόσο δύσκολη και προβληματική είναι η δική τους επικοινωνία με τον ή την πρώην τους, και όχι τόσο αν το παιδί ζημιώνεται από το ότι ο καθένας τους έχει διαφορετικές μεθόδους διαπαιδαγώγησης και διαφορετικό τρόπο ζωής.