Νέα Υόρκη: Νέα στοιχεία αναδεικνύουν τη σχέση που υπάρχει μεταξύ του οικογενειακού ιστορικού καρδιοπάθειας και του κινδύνου αποβολής του κυήματος, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό έντυπο BJOG.
Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ με επικεφαλής τον Δρ Γκόρντον Σμιθ διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες που έχουν αποβάλλει δύο φορές πριν τελικά αποκτήσουν το πρώτο παιδί τους, έχουν υψηλότερο του μέσου όρου κίνδυνο να έχουν γονείς με καρδιακό νόσημα. Ο κίνδυνος είναι μάλιστα υψηλότερος στις γυναίκες που έχουν αποβάλλει τρεις φορές πριν τελικά αποκτήσουν απόγονο.
Προς το παρόν τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για βοηθήσουν τη γυναίκα να μειώσει τον κίνδυνο των πολλαπλών αποβολών. Αλλά αυτό που μπορεί να γίνει, είναι να δώσει στοιχεία στους επιστήμονες για να ερευνήσουν πως τα γονίδια που κληροδοτούν οι γονείς στα παιδιά επηρεάζουν και τις δύο καταστάσεις: καρδιοπάθεια και αποβολή.
Σε παλαιότερη μελέτη, σχεδόν 130.000 γυναίκες από τη Σκοτία είχαν μελετηθεί από την ομάδα του Δρ Σμιθ και είχε διαπιστωθεί ότι όσες είχαν συχνές αποβολές ήταν πιθανότερο να έχουν καρδιακά προβλήματα μετέπειτα. Αυτό έκανε τους επιστήμονες να αναρωτηθούν κατά πόσο οι γυναίκες (που ήδη διατρέχουν κίνδυνο εκδήλωσης καρδιακής νόσου οι ίδιες) ήταν πιθανότερο να έχουν οικογενειακό ιστορικό καρδιοπάθειας, κάτι που δείχνει ότι υπάρχει γενετική σχέση.
Έτσι οι ειδικοί μελέτησαν στοιχεία για σχεδόν 75.000 γυναίκες που είχαν αποκτήσει το πρώτο τους παιδί την περίοδο 1992-2006, μαζί με ιατρικές πληροφορίες για τους γονείς, σχεδόν των δύο τρίτων του δείγματος.
Συγκριτικά με τις γυναίκες που απέκτησαν παιδιά χωρίς προηγούμενη αποβολή, όσες είχαν αποβάλλει είχαν 25% περισσότερες πιθανότητες να έχουν γονείς που είχαν αποβιώσει ή νοσηλευθεί λόγω καρδιακής νόσου. Όταν μια γυναίκα είχε τρεις αποβολές, είχε 56% περισσότερες πιθανότητες να έχει γονείς με σοβαρή καρδιακή νόσο.
Παράγοντες όπως το εισόδημα και η μόρφωση και αν η γυναίκα ήταν καπνίστρια την περίοδο της πρώτης γέννας, δεν εξηγούσαν τη σχέση μεταξύ γονεϊκής καρδιοπάθειας και αποβολής.
Στα πρώιμα στάδια της εγκυμοσύνης, η καρδιά και τα αιμοφόρα αγγεία διασφαλίζουν την συνέχιση της, συνδέοντας το έμβρυο με την μητρική παροχή αίματος. Κάποιου είδους αδιάγνωστο καρδιακό πρόβλημα μπορεί να επηρεάσει αυτή τη σχέση.
Φυσικά, η ύπαρξη γονέων με καρδιακή νόσο δεν σημαίνει ότι μια γυναίκα θα έχει πολλαπλές αποβολές, και μάλιστα η πλειοψηφία των γυναικών αυτών δεν αποβάλλουν.
Ωστόσο, αν μελλοντικές μελέτες αποδείξουν ότι υπάρχει σχέση για ορισμένες γυναίκες, ο εντοπισμός των γονιδίων ή του γονιδίου που εμπλέκεται στην σχέση καρδιοπάθειας-αποβολής θα συντελέσει στην αναγνώριση του μηχανισμού και επομένως στον καθορισμό της κατάλληλης θεραπείας.