Υπογονιμότητα και Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή

H υπογονιμότητα είναι σήμερα ένα θέμα που απασχολεί όλο και περισσότερα ζευγάρια. Μάλιστα, υπολογίζεται ότι περίπου 15-20% των ζευγαριών αναπαραγωγικής ηλικίας, αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην προσπάθειά τους να γίνουν γονείς και υπολογίζεται επίσης ότι αυτό το ποσοστό θα συνεχίσει να αυξάνεται.
Σε παλαιότερες εποχές, η ανεύρεση των αιτίων ήταν δύσκολη υπόθεση και πολύ συχνά τα ζευγάρια δεν μάθαιναν ποτέ τι πραγματικά έφταιγε. Η κατακραυγή της κοινωνίας, τότε, στρεφόταν με ευκολία κατά της γυναίκας, αποκαλώντας την μάλιστα με όχι και τόσο κολακευτικά σχόλια. Δυστυχώς, εκείνες τις εποχές, τα ζευγάρια δεν ήταν εύκολο να αναζητήσουν βοήθεια. Σήμερα, η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική. Ο όλο και μεγαλύτερος αριθμός των υπογόνιμων ζευγαριών καθώς και η μεγάλη πρόοδος της επιστήμης στον τομέα της ανθρώπινης αναπαραγωγής, ανάγκασε την κοινωνία να αντιμετωπίσει πιο θετικά την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και πλέον τα νέα ζευγάρια απευθύνονται πολύ πιο εύκολα στους ειδικούς επιστήμονες.

Σύμφωνα με τους ειδικούς λοιπόν, ένα ζευγάρι θα πρέπει να απευθυνθεί σε εξειδικευμένο γιατρό, αν δεν επιτευχθεί εγκυμοσύνη μετά από ελεύθερες σχέσεις ενός έτους. Αυτό δεν σημαίνει ότι οπωσδήποτε υπάρχει κάποιο πρόβλημα, όμως είναι μία ένδειξη ότι ίσως το ζευγάρι να χρειάζεται βοήθεια. Και μάλιστα σήμερα, που ο μέσος όρος ηλικίας που τα ζευγάρια αποκτούν το πρώτο τους παιδί είναι αρκετά μεγαλύτερος από ότι παλιότερα, καλό είναι ένα ζευγάρι να μην χάσει χρόνο περιμένοντας.

Η υπογονιμότητα έχει πολλά αίτια. Μπορεί να οφείλεται είτε στον άνδρα είτε στη γυναίκα, ή και στους δύο. Γι΄αυτό είναι απαραίτητο πάντοτε να ελέγχονται και οι δύο σύζυγοι ώστε να εντοπισθούν οι αιτίες που προκαλούν την υπογονιμότητα.

Κατά την πρώτη επίσκεψη στον ειδικό γιατρό, θα πρέπει να δώσετε ένα πλήρες ιατρικό ιστορικό και των δύο συζύγων καθώς και λεπτομέρειες για προηγούμενες κυήσεις, αποβολές, εκτρώσεις, επεμβάσεις αλλά και για το χρόνο που προσπαθείτε να γίνετε γονείς. Είναι σημαντικό το ζευγάρι να επισκεφθεί μαζί τον γιατρό, ώστε και οι δύο σύντροφοι να ενημερωθούν την ίδια στιγμή, από υπεύθυνα χείλη, για τις εξετάσεις που θα ακολουθήσουν αλλά και για τις λύσεις που πιθανό να προταθούν.

Ο γιατρός σας λοιπόν θα συστήσει μία σειρά εξετάσεων και για τους δύο συντρόφους. Συνήθως οι γιατροί ξεκινούν συστήνοντας τις απλές εξετάσεις, περνώντας στη συνέχεια στις πιο περίπλοκες και εξειδικευμένες, προκειμένου να αποφύγει τόσο την ταλαιπωρία όσο και την οικονομική επιβάρυνση των συζύγων.

Καθώς, σε ποσοστό περίπου 50% των ζευγαριών, η υπογονιμότητα οφείλεται στον ανδρικό παράγοντα, σε όλες τις περιπτώσεις οι γιατροί ζητούν από τον σύζυγο να κάνει μία εξέταση που λέγεται σπερμοδιάγραμμα. Με αυτή την εξέταση ελέγχεται η ποιότητα του σπέρματος και η ικανότητά του να γονιμοποιήσει τα γυναικεία ωάρια.

Αντίστοιχα, η σύζυγος θα πρέπει να ξεκινήσει με πλήρη γυναικολογική εξέταση που περιλαμβάνει κλινική εξέταση, τεστ Παπανικολάου και υπερηχογράφημα καθώς και ορμονικές εξετάσεις κατά τις πρώτες ημέρες του επόμενου κύκλου της γυναίκας. Στη συνέχεια, αν ο γιατρός το κρίνει απαραίτητο, θα πρέπει να γίνει και υστεροσαλπιγγογραφία. Πρόκειται για μία ακτινολογική εξέταση, η οποία μπορεί να εντοπίσει τυχόν ανωμαλίες στη μήτρα, όπως ινομυώματα, συμφύσεις, πολύποδες, και επίσης ελέγχει τις σάλπιγγες. Η εξέταση αυτή, αν και δεν είναι ιδιαίτερα επώδυνη, γίνεται απαραιτήτως σε οργανωμένα μαιευτικά κέντρα και δεν απαιτεί παραμονή της γυναίκας στην κλινική.

Εφόσον υπάρχουν ενδείξεις και ο γιατρός το κρίνει απαραίτητο, ίσως χρειαστεί να γίνει υστεροσκόπηση ή / και λαπαροσκόπηση, οι οποίες ελέγχουν την ποιότητα του ενδομητρίου αλλά και τα όργανα της κοιλιάς, την εξωτερική επιφάνεια της μήτρας, τις ωοθήκες, τις σάλπιγγες και τη διάβατότητά τους με τη χρήση ειδικής χρωστικής ουσίας. Επίσης μπορεί να εντοπίσει τυχόν παθολογικές καταστάσεις των έσω γεννητικών οργάνων όπως συμφύσεις, υδροσάλπιγγες κ.ά. Η λαπαροσκόπηση γίνεται στο χειρουργείο, υπό γενική αναισθησία, με μία μικρή τομή και η γυναίκα χρειάζεται να παραμείνει για μία ημέρα στο νοσοκομείο.

Η λαπαροσκόπηση είναι η μοναδική εξέταση που μπορεί να εντοπίσει την ενδομητρίωση, μία παθολογική κατάσταση στην οποία το ενδομήτριο που φυσιολογικά επενδύει το εσωτερικό της μήτρας, έχει αναπτυχθεί και έξω από αυτήν καλύπτοντας άλλες επιφάνειες της περιτοναϊκής κοιλότητας και στην οποία οφείλεται μεγάλο ποσοστό υπογόνιμων γυναικών. Επίσης, η λαπαροσκόπηση ως μέθοδος επιτρέπει και την τοπική θεραπευτική αντιμετώπιση της ενδομητρίωσης.

Μετά την ολοκλήρωση των εξετάσεων, σε κάποιο ποσοστό των υπογόνιμων ζευγαριών, δεν θα εντοπιστεί κάποιο πρόβλημα ή τα τυχόν προβλήματα που εντοπίστηκαν δεν θα θεωρούνται υπεύθυνα για τη δυσκολία αναπαραγωγής. Τα περισσότερα από αυτά τα ζευγάρια θα χρειαστεί να κάνουν και επιπλέον εξετάσεις ή θα τους προταθεί εξαρχής να ακολουθήσουν κάποια μέθοδο υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.

Σήμερα, με την πρόοδο στους τομείς της ιατρικής και της βιολογίας, οι γιατροί έχουν στη διάθεσή τους αρκετές διαφορετικές μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και έτσι τα περισσότερα ζευγάρια θα καταφέρουν να αποκτήσουν το παιδί που τόσο ονειρεύονται.

Σε περιπτώσεις που το πρόβλημα οφείλεται σε διαταραχές της ωορρηξίας και της ανάπτυξης των ωαρίων (ωοθυλακίων), δίδεται φαρμακευτική αγωγή που βοηθά την ωρίμανση του ωαρίου και προκαλεί ωορρηξία την κατάλληλη στιγμή.

Η σπερματέγχυση είναι μία από τις πιο απλές μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Λαμβάνεται δείγμα σπέρματος από τον σύζυγο, το εργαστήριο επεξεργάζεται το σπέρμα με σκοπό να ενισχύσει την γονιμοποιητική του ικανότητα και στη συνέχεια, μέσω ενός λεπτού καθετήρα, το σπέρμα εισάγεται στη μήτρα της συντρόφου του. Η σπερματέγχυση γίνεται κατόπιν επιλογής συγκεκριμένης ημερομηνίας που ο γιατρός έχει ορίσει βάσει της ωορρηξίας της γυναίκας. Τα ποσοστά επιτυχίας αυτής της μεθόδου είναι αρκετά μικρά, όμως καθώς η διαδικασία είναι απλή και καθόλου επώδυνη, πολλοί γιατροί προτιμούν να δοκιμάσουν τουλάχιστον μία σπερματέγχυση προτού καταφύγουν στην εξωσωματική γονιμοποίηση.

Η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι η πιο γνωστή και διαδεδομένη μέθοδος υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και συχνά δίνει τη λύση στις περιπτώσεις που όλες οι άλλες μέθοδοι έχουν αποτύχει. Το πρώτο παιδί εξωσωματικής γονιμοποίησης γεννήθηκε στην Αγγλία το 1978. Από τότε μέχρι τώρα, η πρόοδος που έχει επιτευχθεί στον τομέα της εξωσωματικής γονιμοποίησης είναι τουλάχιστον εντυπωσιακή.

Αν το ζευγάρι πρόκειται να ακολουθήσει πρόγραμμα εξωσωματικής γονιμοποίησης, και οι δύο σύντροφοι θα πρέπει να κάνουν αιματολογικές εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου (π.χ. μεσογειακή αναιμία, ηπατίτιδες κλπ). Ο γιατρός, βάσει των εξετάσεων που προηγήθηκαν, την ηλικία της γυναίκας, το ιατρικό ιστορικό και το γενικότερο βιολογικό προφίλ της, θα σχεδιάσει το πρόγραμμα που έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας.

Στα πρωτόκολλα εξωσωματικής γονιμοποίησης, η γυναίκα υποβάλλεται αρχικά σε καταστολή της λειτουργίας των ωοθηκών, με στόχο την αναστολή της ωορρηξίας. Το στάδιο αυτό διαρκεί περίπου 7 –15 ημέρες, ανάλογα με τη φάση του κύκλου που ξεκινά η θεραπεία και πιθανόν να παρουσιαστούν ορισμένες παρενέργειες όπως εξάψεις ή κολπική αιμόρροια, που όμως είναι αναμενόμενες και δεν πρέπει να προκαλέσουν ανησυχία στη γυναίκα.

Μετά την ολοκλήρωση της καταστολής θα ξεκινήσει η διαδικασία διέγερσης. Όπως και στην καταστολή, η γυναίκα θα λάβει φαρμακευτική αγωγή που σκοπό έχει να προκαλέσει την παραγωγή πολλών ωαρίων από τις ωοθήκες, αντί του ενός ωαρίου που συνήθως αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια ενός φυσιολογικού κύκλου. Κατά τη φάση διέγερσης, πιθανόν η γυναίκα να νιώθει κάποιες μικρές ενοχλήσεις χαμηλά στην κοιλιά, οι οποίες όμως είναι επίσης αναμενόμενες και δεν είναι καθόλου ανησυχητικές.
Η διέγερση διαρκεί περίπου 9-12 ημέρες και κατά τη διάρκειά της γίνονται υπερηχογραφήματα και μετρήσεις οιστραδιόλης σε προκαθορισμένα ραντεβού.

Όταν τα ωάρια (ωοθυλάκια) φτάσουν τον επιθυμητό αριθμό και μέγεθος, δίδεται μία ειδική ένεση ορμονών και περίπου 36 ώρες αργότερα θα γίνει η ωοληψία. Η ωοληψία γίνεται σε συνθήκες χειρουργείου, κάτω από ελαφριά αναισθησία και υπό υπερηχογραφική παρακολούθηση. Τα ωάρια λαμβάνονται με τη χρήση μίας ειδικής βελόνας που εισάγεται διά του κόλπου. Η διαδικασία δεν απαιτεί παραμονή στο νοσοκομείο.

Παράλληλα με την ωοληψία, ο σύζυγος δίνει δείγμα σπέρματος, το οποίο θα υποστεί την κατάλληλη επεξεργασία στο εργαστήριο, ώστε να είναι έτοιμο για να χρησιμοποιηθεί.

Αφού έχουν ολοκληρωθεί όλες οι εργαστηριακές διαδικασίες προετοιμασίας και επεξεργασίας του σπέρματος και των ωαρίων που έχουν ληφθεί από το ζευγάρι, ο βιολόγος θα γονιμοποιήσει το ωάριο στο εργαστήριο. Η γονιμοποίηση μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: Η φυσιολογική γονιμοποίηση όπου ένας αριθμός σπερματοζωαρίων τοποθετείται γύρω από κάθε ωάριο ώστε να γίνει η γονιμοποίηση, δηλαδή ένα σπερματοζωάριο να μπεί μέσα στο ωάριο. Αυτή είναι και η κλασσική εξωσωματική γονιμοποίηση. Η μικρογονιμοποίηση (ICSI) είναι μία τεχνική που επιλέγεται σε εκείνες τις περιπτώσεις που η φυσιολογική γονιμοποίηση δεν μπορεί να επιτευχθεί. Σε αυτή την περίπτωση, το εργαστήριο εισάγει ένα σπερματοζωάριο μέσα σε κάθε ωάριο χρησιμοποιώντας μία ειδική βελόνα, παρακολουθώντας από το μικροσκόπιο.

Τα γονιμοποιημένα πλέον έμβρυα αναπτύσσονται και η εμβρυομεταφορά θα ακολουθήσει περίπου 48 - 72 ώρες μετά την ωοληψία. Η διαδικασία είναι πολύ απλή, εντελώς ανώδυνη και δεν απαιτεί αναισθησία. Με έναν πολύ λεπτό καθετήρα που περνά μέσα από τον κόλπο και τον τράχηλο, τα γονιμοποιημένα έμβρυα τοποθετούνται στη μήτρα. Δεν απαιτείται παραμονή στο νοσοκομείο και η γυναίκα επιστρέφει σπίτι της όπου όμως θα πρέπει να παραμείνει κλινήρης για λίγες ημέρες και να αποφύγει κάθε έντονη δραστηριότητα.

Πάντα μεταφέρονται περισσότερα του ενός έμβρυα στη μήτρα, ώστε να αυξηθούν οι πιθανότητες κάποια ή κάποιο από αυτά τα έμβρυα να καταφέρει να προσκολληθεί στο ενδομήτριο και να ακολουθήσει μία φυσιολογική κατά τα άλλα εγκυμοσύνη. Η μεταφορά περισσοτέρων εμβρύων αυξάνει την πιθανότητα επιτυχίας, παράλληλα όμως αυξάνει και τις πιθανότητες πολύδυμων κυήσεων που έχουν μεγαλύτερο ποσοστό αποβολών και πρώρου τοκετού. Για αυτούς τους λόγους, συνήθως δεν μεταφέρονται περισσότερα από 3 έμβρυα σε κάθε προσπάθεια.

Περίπου 15 ημέρες μετά την εμβρυομεταφορά, θα γίνει το πρώτο τεστ εγκυμοσύνης, με εξέταση αίματος. Το τεστ εγκυμοσύνης θα πρέπει να γίνεται ακόμη κι αν παρουσιαστεί κολπική αιμόρροια μετά την εμβρυομεταφορά. Το τεστ πρέπει να επαναληφθεί 2-3 ημέρες μετά. Αν και η επαναληπτική μέτρηση είναι θετική και η τιμή περίπου διπλάσια από την πρώτη εξέταση, αυτό σημαίνει ότι η κύηση εξελίσσεται ομαλά. Ο γιατρός σας θα σας ζητήσει να κάνετε το πρώτο υπερηχογράφημα εγκυμοσύνης σε περίπου 15 ημέρες.

Στο υπερηχογράφημα θα επιβεβαιωθεί ότι η κύηση εξελίσσεται ομαλά και επίσης θα προσδιοριστεί ο αριθμός των εμβρύων που έχουν εμφυτευθεί.

Μία εβδομάδα αργότερα θα ακολουθήσει δεύτερο υπερηχογράφημα για τον έλεγχο της καρδιακής λειτουργίας των εμβρύων. Εφόσον όλα βαίνουν καλώς, η γυναίκα θα συνεχίσει να παρακολουθείται από το γυναικολόγο σαν οποιαδήποτε άλλη έγκυο.

Οι πιθανότητες επιτυχίας των ζευγαριών που ολοκληρώνουν το πρόγραμμα εξωσωματικής, εξαρτώνται κυρίως από την ηλικία της γυναίκας και το πρόβλημα που η εξωσωματική καλείται να λύσει. Με την πρόοδο στην ανθρώπινη αναπαραγωγή, οι πιθανότητες επιτυχίας αυξάνονται χρόνο με το χρόνο, καθώς επίσης βελτιώνονται και οι εργαστηριακές τεχνικές. Όλα τα μεγάλα μαιευτικά κέντρα της Ελλάδας, διαθέτουν σήμερα μονάδες εξωσωματικής γονιμοποίησης καθώς και πλήθος ιδιωτικών ιατρικών κέντρων.

Οπλιστείτε λοιπόν με υπομονή και επιμονή και επισκεφθείτε αύριο κιόλας έναν εξειδικευμένο γιατρό. Σήμερα, χιλιάδες ζευγάρια έχουν καταφέρει να αποκτήσουν ένα ή περισσότερα παιδιά με τις μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. 
 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...