Οι πιο συχνές ερωτήσεις έχουν να κάνουν με προβλήματα -σεξουαλικά συνήθως- του έγγαμου βίου. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ακόμα και νιόπαντρα ζευγάρια, ή νέα σε ηλικία ανδρόγυνα, δηλώνουν ότι έχουν χάσει την σεξουαλική τους επιθυμία, ότι αναζητούν νέους -παράδοξους- τρόπους ανανέωσης, αλλά και παραπονούνται για περιστατικά ζήλιας, παρεμβατικότητας από τα πεθερικά και, πολύ συχνά, μοιχείας.
Το ερώτημα γιατί προκύπτουν αυτά τα προβλήματα -σε νέα και μη- ζευγάρια αλλά και πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν με τον πιο «αναίμακτο» τρόπο, καλείται να απαντήσει η συμβουλευτική γάμου. Ο τομέας αυτός της κλινικής ψυχολογίας-ψυχοθεραπείας, αποκαλούμενος και "θεραπεία ζευγαριού", μπορεί να βοηθήσει ζευγάρια να επιλύσουν τις όποιες συγκρούσεις τους και ως εκ τούτου να βελτιώσουν τις σχέσεις τους. Εύλογα, βέβαια, θα αναρωτηθεί κανείς: Τι μπορεί να κάνει ένας σύμβουλος γάμου που δε μπορεί να το κάνει μόνο του το ζευγάρι; Είναι ο «σύμβουλος γάμου» μία ακόμα μόδα που ήρθε εκ δυσμών;
Όσο αληθινή θα μπορούσε να είναι αυτή η άποψη, όμως, άλλο τόσο πραγματικά είναι και τα νούμερα που δημοσιεύει έρευνα της αμερικανικής Journal of Marital and Family Therapy, σύμφωνα με τα οποία πελάτες από 526 κλινικές συμβουλευτικής γάμου σε 15 Πολιτείες της Αμερικής δήλωσαν όχι μόνο ικανοποιημένοι από την βοήθεια που έλαβαν (κατά 91.2%) αλλά και καλύτερη προσωπική ψυχική υγεία (63.4%), ενώ παρατήρησαν, με το πέρας των συνεδριών, βελτίωση στην συμπεριφορά των παιδιών τους (κατά 73,7%).
Προβληματισμοί, ωστόσο, συνεχίζουν να υπάρχουν. Δεν είναι λίγοι, για παράδειγμα, αυτοί που υποστηρίζουν ότι η συμβουλευτική γάμου είναι περισσότερο αποτελεσματική στις γυναίκες και όχι τόσο στους άνδρες, οι οποίοι συνήθως διστάζουν να παραβρεθούν στις συνεδρίες με τον ψυχολόγο. Άλλοι λένε πως η μεγάλη επιτυχία της θεραπείας αυτής οφείλεται στο γεγονός ότι τα ζευγάρια που την αναζητούν είναι κατά κανόνα νέα, μορφωμένα, πιθανώς ακόμα ερωτευμένα και με ανοιχτά μυαλά, ώστε να δεχτούν τις συμβουλές και τις προτάσεις ενός «ξένου» ή «αγνώστου». Ζευγάρια, δηλαδή, που έχουν έτσι κι αλλιώς την προδιάθεση να βοηθηθούν. Τι γίνεται, όμως, με τα μεγαλύτερης ηλικίας ζευγάρια, τα οποία έχουν υπομείνει πάρα πολλά προβλήματα στην σχέση τους μέχρι να συνειδητοποιήσουν ότι χρειάζονται βοήθεια ή ότι ήρθε η ώρα να πάρουν διαζύγιο; Υπάρχει ελπίδα να σωθεί ένας τέτοιος γάμος;
Απαντήσεις στα παραπάνω μόνο από τους ειδικούς μπορούμε να ζητήσουμε, και γι’αυτό απευθυνθήκαμε σε τρεις από αυτούς. Η κ. Άρτεμις Αντωνίου είναι Σύμβουλος Ψυχολόγος και Συνθετική Θεραπεύτρια, ενώ ειδικεύεται σε θέματα σχέσεων. Ο κ. Νίκος Τάκης είναι Κλινικός Ψυχολόγος, ο οποίος ειδικεύεται και στη συμβουλευτική γάμου, ενώ η κ. Ειρήνη Τζελέπη ειδικεύεται στη Συμβουλευτική και Ψυχοθεραπεία εφήβων και ενηλίκων, ενώ έχει εργαστεί στο Σεξολογικό Ινστιτούτο Αθηνών επί προβλημάτων σεξουαλικής δυσλειτουργίας και επικοινωνίας ζευγαριών.
Γιατί να ζητήσει ένα ζευγάρι συμβουλευτική γάμου;
Όταν όλοι οι δίοδοι επικοινωνίας ανάμεσα στο ζευγάρι έχουν κλείσει, ο σύμβουλος γάμου αναλαμβάνει να παρέμβει, ώστε να αποκατασταθεί, σε πρώτη φάση, η επικοινωνία. Αυτή είναι και η βασική λειτουργία της συμβουλευτικής, αυτό που το ζευγάρι δε μπορεί να κάνει από μόνο του. Όλοι οι σύμβουλοι με τους οποίους μιλήσαμε συμφωνούν καταρχήν ότι η απόφαση να ζητήσει ένα ζευγάρι βοήθεια από ειδικό είναι «υγιής ένδειξη». Είναι γεγονός ότι τα ζευγάρια που ζητούν βοήθεια είναι συνήθως νέα σε ηλικία, συνεπώς πιο εξοικειωμένα με την έννοια της συμβουλευτικής και πιο ανοιχτόμυαλα. Όμως, όπως λέει ο κ. Τάκης, «ποτέ δεν είναι αργά, ακόμα και για ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, να ζητήσει βοήθεια». Επιμένουμε σε αυτό με την διαπίστωση ότι συχνά συναντάμε ζευγάρια μεγάλης ηλικίας, ακόμα και 60-65 ετών, να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα στη σχέση τους. Ο κ. Τάκης, ωστόσο, πιστεύει ότι «το γεγονός ότι αυτά τα ζευγάρια μένουν χρόνια μαζί δε σημαίνει ότι πρέπει να αφήσουν την κακή σχέση τους να διαιωνίζεται».
Προσθέτει, άλλωστε, ο ειδικός ότι το γεγονός πως, παρά τα προβλήματα που έχουν, τα ζευγάρια αυτά συνεχίζουν να μένουν μαζί, δείχνει ότι -συνειδητά ή ασυνείδητα- υπάρχει κάτι που τους «δένει». Σε πολλές περιπτώσεις αυτό το «κάτι» είναι τα παιδιά, σε άλλες η οικονομική εξάρτηση του ενός συζύγου από τον άλλον, ενώ σε κάποιες είναι η ανάγκη για συντροφικότητα, ίσως και η υποβόσκουσα αγάπη. Ο σύμβουλος γάμου υπάρχει για να εξωτερικεύσει αυτό το «κάτι» και για να βοηθήσει τα ζευγάρια να το δουν κατάματα, να το αναγνωρίσουν και να κινηθούν ανάλογα.
Πέραν, όμως, από την αδυναμία επικοινωνίας, άλλοι λόγοι για τους οποίους στρέφονται ορισμένα ζευγάρια στην συμβουλευτική γάμου έχουν να κάνουν, σύμφωνα με την κ. Αντωνίου, με «προσδοκίες από την σχέση που δεν ικανοποιούνται, συνεχείς διαφωνίες/προστριβές, ζήλια, μη ικανοποιητική σεξουαλική σχέση, απιστία, διαφορετικές αντιλήψεις/συμπεριφορές για ρόλους (π.χ. άντρας/γυναίκα, για το γονεϊκό ρόλο), δυσκολίες με τα πεθερικά, δυσκολίες λόγω του τρόπου ζωής (π.χ. σε σχέση με τη δουλειά, τον ελεύθερο χρόνο, τα οικονομικά), αβεβαιότητα για τη σχέση (π.χ. αίσθηση έλλειψης εξέλιξης και προοπτικής ως σύντροφοι)».
Με την συμβουλευτική, καταλήγει η κ. Αντωνίου, τα παραπάνω ζητήματα «που υπάρχουν και θρέφουν τις δυσκολίες» μπορούν να γίνουν περισσότερο κατανοητά από το ζευγάρι. Στην πορεία της θεραπείας ανακαλύπτεται εκ νέου η εποικοδομητική επικοινωνία, η συναισθηματική επαφή και ξανα-ορίζεται η σχέση. Αν πάλι το ζευγάρι έχει πάρει απόφαση να χωρίσει, η συμβουλευτική βοηθά ώστε «να χωρίσουν όσο καλύτερα γίνεται στις δεδομένες συνθήκες», λέει η κ. Αντωνίου.
Τα σεξουαλικά προβλήματα μέσα στον γάμο
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ένα νιόπαντρο ζευγάρι μπορεί να αντιμετωπίζει σεξουαλικά προβλήματα και, κυρίως, να μην έχει διάθεση για σεξ. Πώς εξηγείται αυτό; «Καταρχήν έχει να κάνει με το πόσα χρόνια είναι το ζευγάρι μαζί και πώς είναι η σχέση τους. Ο γάμος σήμερα είναι διαφορετικός από ό,τι παλιότερα», λέει ο κ. Τάκης. Τα ζευγάρια, στις περισσότερες περιπτώσεις, είχαν περισσότερους του ενός ερωτικούς συντρόφους πριν παντρευτούν, είχαν καλές και κακές εμπειρίες που επηρεάζουν τις μετέπειτα σχέσεις τους, και αυτό μπορεί να λειτουργεί ανασταλτικά στην σεξουαλική τους ζωή.
Σε κάθε περίπτωση, τονίζει ο κ. Τάκης, «το σεξ είναι ο πρώτος τομέας της συζυγικής ζωής που επηρεάζεται όταν κάτι άλλο δεν πάει καλά στην σχέση». Τι μπορεί να είναι αυτό; «Ο γάμος συνήθως αλλάζει την καθημερινότητα του ατόμου». Οι παράγοντες ωριμότητα και δέσμευση δεν είναι πάντα εύκολο να γίνουν αποδεκτοί από τους συντρόφους. Επιπλέον, εξηγεί, αλλάζει και η σεξουαλικότητα του ατόμου: Ξαφνικά στην σχέση του με το άλλο άτομο εισχωρούν οικογένειες, πεθερικά, παιδιά. Το άτομο νιώθει πρωτόγνωρη πίεση και αυτόματα χάνει την σεξουαλική του διάθεση. Ειδικά αν τα τρίτα αυτά άτομα, οι γονείς και τα πεθερικά κυρίως, επεμβαίνουν στην σχέση του ζευγαριού, ο σύμβουλος γάμου κρίνεται άκρως απαραίτητος για να προτείνει τον πιο αποτελεσματικό χειρισμό της κατάστασης.
Σχετικά με την έλλειψη ερωτικής διάθεσης απευθυνθήκαμε στην κ. Τζελέπη. Σύμφωνα με εκείνη «η ερωτική διάθεση κάθε ανθρώπου σχετίζεται άμεσα με τη σωματική και ψυχική του υγεία, ιδιαίτερα όμως με τη σχέση που έχει αναπτύξει ο ίδιος με τον εαυτό του.» Έτσι, η έλλειψη διάθεσης για σεξ, μπορεί να έχει να κάνει με τραυματικές εμπειρίες του ενός ή του άλλου συντρόφου που έχουν επηρεάσει την σεξουαλικότητά του, με ενδόψυχες συγκρούσεις και ενοχές όταν πρόκειται να εκφράσουν τις επιθυμίες τους, ή ακόμα και με το ενδεχόμενο κατάθλιψης. «Στην περίπτωση όμως αυτή, η έλλειψη διάθεσης δεν είναι πρωτογενής αλλά αποτελεί σύμπτωμα της κατάθλιψης», λέει η κ. Τζελέπη.
Πώς βοηθά η συμβουλευτική στα σεξουαλικά προβλήματα ενός ζευγαριού; «Στη διαδικασία της ψυχοθεραπείας όταν ένα ζευγάρι δηλώνει ότι βαριέται να κάνει έρωτα ή ότι η συχνότητα σεξουαλικής επαφής έχει μειωθεί δραστικά, αυτό αποτελεί μια ουσιαστική ένδειξη ότι ο θυμός ή άλλα συναισθήματα που δεν έχουν εκφραστεί αρχίζουν να εγκαθίστανται απειλητικά και να μπλοκάρουν τη σχέση», απαντά η κ. Τζελέπη. Και εξηγεί ότι, επειδή πολλά ζευγάρια αντιμετωπίζουν το σεξ ως «κάτι άσχετο» από την σχέση τους, συχνά επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν τη μονοτονία με νέες τεχνικές, νέες στάσεις κ.λ.π. Θεωρώντας, όμως, η ψυχολόγος το σεξ ως μία «γλώσσα επικοινωνίας», αυτό που καταλαβαίνει μέσα από αυτά τα ζευγάρια είναι πως κάτι άλλο συμβαίνει στην σχέση. Με λίγα λόγια, η έλλειψη διάθεσης για σεξ μεταφράζεται ως έλλειψη διάθεσης για επικοινωνία.
Τελικά, πώς μένει κανείς ερωτευμένος για πάντα;
Μία ενδιαφέρουσα άποψη σχετικά με την πορεία του έρωτα σε μία σχέση είναι αυτή του Αμερικανού συμβούλου γάμου Martin F. Downs, σύμφωνα με την οποία αν οι άνθρωποι ήμασταν απλούστερα όντα, η ορμονική διαδικασία που συμβαίνει στην ρομαντική αρχή μιας σχέσης θα διαρκούσε για πάντα. Αλλά δεν είμαστε. Πολλές σχέσεις που ξεκινούν με το ζευγάρι να είναι τρελά ερωτευμένο, μετά από ένα διάστημα καταλήγουν σε χωρισμό, γιατί τα άτομα αρχίζουν σταδιακά να βλέπουν στο άλλο άτομο όσα στην αρχή αρνούνταν να δουν. Συχνά, αυτό που έκανε τον έναν να ερωτευτεί τον άλλον είναι και αυτό που τελικά τους κάνει να χωρίζουν, π.χ. αν ένας γοητευτικός και sexy σύντροφος απατήσει, είναι συχνά γιατί εξίσου γοητευτικό και sexy τον βρίσκουν και άλλοι άνθρωποι γύρω του.
Στο ακριβές ερώτημα πώς μένει κανείς ερωτευμένος για πάντα, ο Downs, αφού αναφέρει την καλή επικοινωνία και την αντιμετώπιση των προβλημάτων μέσα στην σχέση με λογική ως τις εύκολες απαντήσεις, παραθέτει τα λόγια της καθηγήτριας ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιου του Wisconsin, Denise Bartell. Λέει, λοιπόν, πως το κατά πόσο θα επιβιώσει ο έρωτάς μας εξαρτάται από «τον τρόπο με τον οποίον επιλέγουμε τον σύντροφό μας». Ο Downs τονίζει πόσο σημαντικό είναι να δεσμευόμαστε συνειδητά με τον σύντροφό μας –και όχι με τις καταστάσεις που μας έκαναν να τον παντρευτούμε. Έτσι, καταλήγει, «μία ερωτική σχέση έχει περισσότερες πιθανότητες να διαρκέσει όταν το ζευγάρι δεν αναρωτιέται αν ο σύντροφος που διάλεξε είναι ο άνθρωπος της ζωής του».
Το ερώτημα γιατί προκύπτουν αυτά τα προβλήματα -σε νέα και μη- ζευγάρια αλλά και πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν με τον πιο «αναίμακτο» τρόπο, καλείται να απαντήσει η συμβουλευτική γάμου. Ο τομέας αυτός της κλινικής ψυχολογίας-ψυχοθεραπείας, αποκαλούμενος και "θεραπεία ζευγαριού", μπορεί να βοηθήσει ζευγάρια να επιλύσουν τις όποιες συγκρούσεις τους και ως εκ τούτου να βελτιώσουν τις σχέσεις τους. Εύλογα, βέβαια, θα αναρωτηθεί κανείς: Τι μπορεί να κάνει ένας σύμβουλος γάμου που δε μπορεί να το κάνει μόνο του το ζευγάρι; Είναι ο «σύμβουλος γάμου» μία ακόμα μόδα που ήρθε εκ δυσμών;
Όσο αληθινή θα μπορούσε να είναι αυτή η άποψη, όμως, άλλο τόσο πραγματικά είναι και τα νούμερα που δημοσιεύει έρευνα της αμερικανικής Journal of Marital and Family Therapy, σύμφωνα με τα οποία πελάτες από 526 κλινικές συμβουλευτικής γάμου σε 15 Πολιτείες της Αμερικής δήλωσαν όχι μόνο ικανοποιημένοι από την βοήθεια που έλαβαν (κατά 91.2%) αλλά και καλύτερη προσωπική ψυχική υγεία (63.4%), ενώ παρατήρησαν, με το πέρας των συνεδριών, βελτίωση στην συμπεριφορά των παιδιών τους (κατά 73,7%).
Προβληματισμοί, ωστόσο, συνεχίζουν να υπάρχουν. Δεν είναι λίγοι, για παράδειγμα, αυτοί που υποστηρίζουν ότι η συμβουλευτική γάμου είναι περισσότερο αποτελεσματική στις γυναίκες και όχι τόσο στους άνδρες, οι οποίοι συνήθως διστάζουν να παραβρεθούν στις συνεδρίες με τον ψυχολόγο. Άλλοι λένε πως η μεγάλη επιτυχία της θεραπείας αυτής οφείλεται στο γεγονός ότι τα ζευγάρια που την αναζητούν είναι κατά κανόνα νέα, μορφωμένα, πιθανώς ακόμα ερωτευμένα και με ανοιχτά μυαλά, ώστε να δεχτούν τις συμβουλές και τις προτάσεις ενός «ξένου» ή «αγνώστου». Ζευγάρια, δηλαδή, που έχουν έτσι κι αλλιώς την προδιάθεση να βοηθηθούν. Τι γίνεται, όμως, με τα μεγαλύτερης ηλικίας ζευγάρια, τα οποία έχουν υπομείνει πάρα πολλά προβλήματα στην σχέση τους μέχρι να συνειδητοποιήσουν ότι χρειάζονται βοήθεια ή ότι ήρθε η ώρα να πάρουν διαζύγιο; Υπάρχει ελπίδα να σωθεί ένας τέτοιος γάμος;
Απαντήσεις στα παραπάνω μόνο από τους ειδικούς μπορούμε να ζητήσουμε, και γι’αυτό απευθυνθήκαμε σε τρεις από αυτούς. Η κ. Άρτεμις Αντωνίου είναι Σύμβουλος Ψυχολόγος και Συνθετική Θεραπεύτρια, ενώ ειδικεύεται σε θέματα σχέσεων. Ο κ. Νίκος Τάκης είναι Κλινικός Ψυχολόγος, ο οποίος ειδικεύεται και στη συμβουλευτική γάμου, ενώ η κ. Ειρήνη Τζελέπη ειδικεύεται στη Συμβουλευτική και Ψυχοθεραπεία εφήβων και ενηλίκων, ενώ έχει εργαστεί στο Σεξολογικό Ινστιτούτο Αθηνών επί προβλημάτων σεξουαλικής δυσλειτουργίας και επικοινωνίας ζευγαριών.
Γιατί να ζητήσει ένα ζευγάρι συμβουλευτική γάμου;
Όταν όλοι οι δίοδοι επικοινωνίας ανάμεσα στο ζευγάρι έχουν κλείσει, ο σύμβουλος γάμου αναλαμβάνει να παρέμβει, ώστε να αποκατασταθεί, σε πρώτη φάση, η επικοινωνία. Αυτή είναι και η βασική λειτουργία της συμβουλευτικής, αυτό που το ζευγάρι δε μπορεί να κάνει από μόνο του. Όλοι οι σύμβουλοι με τους οποίους μιλήσαμε συμφωνούν καταρχήν ότι η απόφαση να ζητήσει ένα ζευγάρι βοήθεια από ειδικό είναι «υγιής ένδειξη». Είναι γεγονός ότι τα ζευγάρια που ζητούν βοήθεια είναι συνήθως νέα σε ηλικία, συνεπώς πιο εξοικειωμένα με την έννοια της συμβουλευτικής και πιο ανοιχτόμυαλα. Όμως, όπως λέει ο κ. Τάκης, «ποτέ δεν είναι αργά, ακόμα και για ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, να ζητήσει βοήθεια». Επιμένουμε σε αυτό με την διαπίστωση ότι συχνά συναντάμε ζευγάρια μεγάλης ηλικίας, ακόμα και 60-65 ετών, να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα στη σχέση τους. Ο κ. Τάκης, ωστόσο, πιστεύει ότι «το γεγονός ότι αυτά τα ζευγάρια μένουν χρόνια μαζί δε σημαίνει ότι πρέπει να αφήσουν την κακή σχέση τους να διαιωνίζεται».
Προσθέτει, άλλωστε, ο ειδικός ότι το γεγονός πως, παρά τα προβλήματα που έχουν, τα ζευγάρια αυτά συνεχίζουν να μένουν μαζί, δείχνει ότι -συνειδητά ή ασυνείδητα- υπάρχει κάτι που τους «δένει». Σε πολλές περιπτώσεις αυτό το «κάτι» είναι τα παιδιά, σε άλλες η οικονομική εξάρτηση του ενός συζύγου από τον άλλον, ενώ σε κάποιες είναι η ανάγκη για συντροφικότητα, ίσως και η υποβόσκουσα αγάπη. Ο σύμβουλος γάμου υπάρχει για να εξωτερικεύσει αυτό το «κάτι» και για να βοηθήσει τα ζευγάρια να το δουν κατάματα, να το αναγνωρίσουν και να κινηθούν ανάλογα.
Πέραν, όμως, από την αδυναμία επικοινωνίας, άλλοι λόγοι για τους οποίους στρέφονται ορισμένα ζευγάρια στην συμβουλευτική γάμου έχουν να κάνουν, σύμφωνα με την κ. Αντωνίου, με «προσδοκίες από την σχέση που δεν ικανοποιούνται, συνεχείς διαφωνίες/προστριβές, ζήλια, μη ικανοποιητική σεξουαλική σχέση, απιστία, διαφορετικές αντιλήψεις/συμπεριφορές για ρόλους (π.χ. άντρας/γυναίκα, για το γονεϊκό ρόλο), δυσκολίες με τα πεθερικά, δυσκολίες λόγω του τρόπου ζωής (π.χ. σε σχέση με τη δουλειά, τον ελεύθερο χρόνο, τα οικονομικά), αβεβαιότητα για τη σχέση (π.χ. αίσθηση έλλειψης εξέλιξης και προοπτικής ως σύντροφοι)».
Με την συμβουλευτική, καταλήγει η κ. Αντωνίου, τα παραπάνω ζητήματα «που υπάρχουν και θρέφουν τις δυσκολίες» μπορούν να γίνουν περισσότερο κατανοητά από το ζευγάρι. Στην πορεία της θεραπείας ανακαλύπτεται εκ νέου η εποικοδομητική επικοινωνία, η συναισθηματική επαφή και ξανα-ορίζεται η σχέση. Αν πάλι το ζευγάρι έχει πάρει απόφαση να χωρίσει, η συμβουλευτική βοηθά ώστε «να χωρίσουν όσο καλύτερα γίνεται στις δεδομένες συνθήκες», λέει η κ. Αντωνίου.
Τα σεξουαλικά προβλήματα μέσα στον γάμο
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ένα νιόπαντρο ζευγάρι μπορεί να αντιμετωπίζει σεξουαλικά προβλήματα και, κυρίως, να μην έχει διάθεση για σεξ. Πώς εξηγείται αυτό; «Καταρχήν έχει να κάνει με το πόσα χρόνια είναι το ζευγάρι μαζί και πώς είναι η σχέση τους. Ο γάμος σήμερα είναι διαφορετικός από ό,τι παλιότερα», λέει ο κ. Τάκης. Τα ζευγάρια, στις περισσότερες περιπτώσεις, είχαν περισσότερους του ενός ερωτικούς συντρόφους πριν παντρευτούν, είχαν καλές και κακές εμπειρίες που επηρεάζουν τις μετέπειτα σχέσεις τους, και αυτό μπορεί να λειτουργεί ανασταλτικά στην σεξουαλική τους ζωή.
Σε κάθε περίπτωση, τονίζει ο κ. Τάκης, «το σεξ είναι ο πρώτος τομέας της συζυγικής ζωής που επηρεάζεται όταν κάτι άλλο δεν πάει καλά στην σχέση». Τι μπορεί να είναι αυτό; «Ο γάμος συνήθως αλλάζει την καθημερινότητα του ατόμου». Οι παράγοντες ωριμότητα και δέσμευση δεν είναι πάντα εύκολο να γίνουν αποδεκτοί από τους συντρόφους. Επιπλέον, εξηγεί, αλλάζει και η σεξουαλικότητα του ατόμου: Ξαφνικά στην σχέση του με το άλλο άτομο εισχωρούν οικογένειες, πεθερικά, παιδιά. Το άτομο νιώθει πρωτόγνωρη πίεση και αυτόματα χάνει την σεξουαλική του διάθεση. Ειδικά αν τα τρίτα αυτά άτομα, οι γονείς και τα πεθερικά κυρίως, επεμβαίνουν στην σχέση του ζευγαριού, ο σύμβουλος γάμου κρίνεται άκρως απαραίτητος για να προτείνει τον πιο αποτελεσματικό χειρισμό της κατάστασης.
Σχετικά με την έλλειψη ερωτικής διάθεσης απευθυνθήκαμε στην κ. Τζελέπη. Σύμφωνα με εκείνη «η ερωτική διάθεση κάθε ανθρώπου σχετίζεται άμεσα με τη σωματική και ψυχική του υγεία, ιδιαίτερα όμως με τη σχέση που έχει αναπτύξει ο ίδιος με τον εαυτό του.» Έτσι, η έλλειψη διάθεσης για σεξ, μπορεί να έχει να κάνει με τραυματικές εμπειρίες του ενός ή του άλλου συντρόφου που έχουν επηρεάσει την σεξουαλικότητά του, με ενδόψυχες συγκρούσεις και ενοχές όταν πρόκειται να εκφράσουν τις επιθυμίες τους, ή ακόμα και με το ενδεχόμενο κατάθλιψης. «Στην περίπτωση όμως αυτή, η έλλειψη διάθεσης δεν είναι πρωτογενής αλλά αποτελεί σύμπτωμα της κατάθλιψης», λέει η κ. Τζελέπη.
Πώς βοηθά η συμβουλευτική στα σεξουαλικά προβλήματα ενός ζευγαριού; «Στη διαδικασία της ψυχοθεραπείας όταν ένα ζευγάρι δηλώνει ότι βαριέται να κάνει έρωτα ή ότι η συχνότητα σεξουαλικής επαφής έχει μειωθεί δραστικά, αυτό αποτελεί μια ουσιαστική ένδειξη ότι ο θυμός ή άλλα συναισθήματα που δεν έχουν εκφραστεί αρχίζουν να εγκαθίστανται απειλητικά και να μπλοκάρουν τη σχέση», απαντά η κ. Τζελέπη. Και εξηγεί ότι, επειδή πολλά ζευγάρια αντιμετωπίζουν το σεξ ως «κάτι άσχετο» από την σχέση τους, συχνά επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν τη μονοτονία με νέες τεχνικές, νέες στάσεις κ.λ.π. Θεωρώντας, όμως, η ψυχολόγος το σεξ ως μία «γλώσσα επικοινωνίας», αυτό που καταλαβαίνει μέσα από αυτά τα ζευγάρια είναι πως κάτι άλλο συμβαίνει στην σχέση. Με λίγα λόγια, η έλλειψη διάθεσης για σεξ μεταφράζεται ως έλλειψη διάθεσης για επικοινωνία.
Τελικά, πώς μένει κανείς ερωτευμένος για πάντα;
Μία ενδιαφέρουσα άποψη σχετικά με την πορεία του έρωτα σε μία σχέση είναι αυτή του Αμερικανού συμβούλου γάμου Martin F. Downs, σύμφωνα με την οποία αν οι άνθρωποι ήμασταν απλούστερα όντα, η ορμονική διαδικασία που συμβαίνει στην ρομαντική αρχή μιας σχέσης θα διαρκούσε για πάντα. Αλλά δεν είμαστε. Πολλές σχέσεις που ξεκινούν με το ζευγάρι να είναι τρελά ερωτευμένο, μετά από ένα διάστημα καταλήγουν σε χωρισμό, γιατί τα άτομα αρχίζουν σταδιακά να βλέπουν στο άλλο άτομο όσα στην αρχή αρνούνταν να δουν. Συχνά, αυτό που έκανε τον έναν να ερωτευτεί τον άλλον είναι και αυτό που τελικά τους κάνει να χωρίζουν, π.χ. αν ένας γοητευτικός και sexy σύντροφος απατήσει, είναι συχνά γιατί εξίσου γοητευτικό και sexy τον βρίσκουν και άλλοι άνθρωποι γύρω του.
Στο ακριβές ερώτημα πώς μένει κανείς ερωτευμένος για πάντα, ο Downs, αφού αναφέρει την καλή επικοινωνία και την αντιμετώπιση των προβλημάτων μέσα στην σχέση με λογική ως τις εύκολες απαντήσεις, παραθέτει τα λόγια της καθηγήτριας ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιου του Wisconsin, Denise Bartell. Λέει, λοιπόν, πως το κατά πόσο θα επιβιώσει ο έρωτάς μας εξαρτάται από «τον τρόπο με τον οποίον επιλέγουμε τον σύντροφό μας». Ο Downs τονίζει πόσο σημαντικό είναι να δεσμευόμαστε συνειδητά με τον σύντροφό μας –και όχι με τις καταστάσεις που μας έκαναν να τον παντρευτούμε. Έτσι, καταλήγει, «μία ερωτική σχέση έχει περισσότερες πιθανότητες να διαρκέσει όταν το ζευγάρι δεν αναρωτιέται αν ο σύντροφος που διάλεξε είναι ο άνθρωπος της ζωής του».