Η οξεία μέθη χαρακτηρίζεται από διαταραχές μνήμης, κρίσης, προσανατολισμού, συνέργειας κινήσεων (ιδίως λεπτών και επιτήδειων κινήσεων), ενώ επηρεάζεται η ομιλία και επιβραδύνονται οι αντιδράσεις. Σε πολύ υψηλά επίπεδα το οινόπνευμα λειτουργεί ως αναισθητικό προκαλώντας καταστολή του ΚΝΣ, δυσλειτουργία του αυτόνομου νευρικού (υπόταση, υποθερμία) και κώμα.
Το αναπνευστικό κέντρο καταστέλλεται και εμφανίζεται υποαερισμός και αναπνευστική οξέωση. Τα δερματικά αγγεία διαστέλλονται και η εφίδρωση αυξάνει, γεγονός που ευνοεί την εμφάνιση υποθερμίας. Παρατηρείται καταστολή της έκκρισης αντιδιουρητικής ορμόνης, με αποτέλεσμα έντονη διούρηση που σε συνδυασμό με έντονους εμετούς είναι δυνατό να προκαλέσει υποογκαιμία. Δυνατό να προκληθεί, επίσης, λόγω των εμέτων υποκαλιαιμική υποχλωριαιμική αλκάλωση.
Η έντονη διούρηση συνοδεύεται από απώλειες φωσφόρου και μαγνησίου. Συχνά σε βαρείς πότες τα αποθέματα γλυκαγόνου είναι οριακά. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η αναστολή της ηπατικής γλυκονεογένεσης από την αιθανόλη ευνοεί την εμφάνιση υπογλυκαιμίας. Αλκοολική κετοξέωση παρατηρείται κυρίως σε χρόνιους αλκοολικούς. Μία άλλη επιπλοκή της οξείας μέθης είναι η πρόκληση γαστρίτιδας (1,9,10). Θάνατος από οξεία μέθη είναι συνήθως αποτέλεσμα εισρόφησης ή καταστολής της αναπνοής (ΠΛΑΙΣΙΟ Ι ).
Φαρμακολογικές δράσεις της αιθανόλης μπορούν να εμφανιστούν ήδη σε χαμηλά επίπεδα οινοπνεύματος. Οι συνέπειες από την οξεία κατανάλωση οινοπνεύματος βρίσκονται σε αδρή σχέση με τα επίπεδα στο αίμα. Παρατηρούνται ωστόσο σημαντικές ατομικές διαφοροποιήσεις καθώς α) η χρόνια χρήση οινοπνεύματος οδηγεί σε επίκτητη ανοχή και β) ορισμένα άτομα εμφανίζουν εγγενή ανοχή στο οινόπνευμα.
Στον πίνακα ΙΙ παρουσιάζεται η σχέση μεταξύ επιπέδων οινοπνεύματος στο αίμα και κλινικών εκδηλώσεων.
Πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι τιμές αυτές αφορούν ευκαιριακούς πότες ενώ χρόνιοι πότες μπορεί να λειτουργούν με αρκετά υψηλότερα επίπεδα οινοπνεύματος. Πάντως πάνω από 50% των ενηλίκων είναι εμφανώς μεθυσμένοι σε επίπεδα οινοπνεύματος >150 mg / dl. Εξάλλου επί ταυτόχρονης λήψης φαρμάκων ή άλλων ουσιών μπορούν λόγω συνέργειας να εμφανιστούν συνέπειες σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα οινοπνεύματος(1). Τα κατά τον νόμο επιτρεπτά επίπεδα οινοπνεύματος σε οδηγούς ποικίλουν πολύ από χώρα σε χώρα (από 20-100 mg / dl) (1). Όσον αφορά στα επίπεδα κατανάλωσης οινοπνεύματος και στην σχέση τους με την συγκέντρωση οινοπνεύματος στο αίμα, μία αδρή προσέγγιση είναι να θεωρήσει κανείς ότι 1 mg / kg βάρους αιθανόλης δημιουργεί επίπεδα 100 mg / dl δύο ώρες μετά τη λήψη (1).
Πρέπει να σημειωθεί ότι σε άτομα με προβληματική σχέση με το οινόπνευμα, η εμφάνιση κώματος ή η διαταραχή του επιπέδου συνειδήσεως, δεν οφείλεται απαραίτητα σε οξεία μέθη από αιθανόλη.
Άλλες καταστάσεις που πρέπει να αναζητούνται επίμονα σε τέτοιους ασθενείς παρατίθενται στον πίνακα ΙΙΙ (9,11).
Σε άτομα που διακομίζονται σε κωματώδη κατάσταση, λαμβάνονται πληροφορίες και ιστορικό από τους συνοδούς και από πιθανούς μάρτυρες. H απόπνοια οινοπνεύματος που είναι παρούσα κατά κανόνα, αποτελεί χρήσιμη ένδειξη. Πάντως ορισμένα οινοπνευματώδη όπως η βότκα δεν συνοδεύονται από απόπνοια οινοπνεύματος. Σε άτομα που διακομίζονται σε κωματώδη κατάσταση γίνεται λεπτομερής νευρολογική εξέταση και εκτίμηση του βάθους του κώματος.
Ο έλεγχος των ζωτικών σημείων πρέπει να περιλαμβάνει και θερμομέτρηση από το ορθό για το ενδεχόμενο υποθερμίας. Οι εξετάσεις που πρέπει να γίνονται περιλαμβάνουν γενική αίματος, αέρια αίματος, σάκχαρο, ουρία, κρεατινίνη, ηπατική βιολογία, χρόνο προθρομβίνης, ηλεκτρολύτες (περιλαμβανόμενου μαγνησίου, ασβεστίου και φωσφόρου) γενική ούρων και ΗΚΓράφημα. Απαραίτητη είναι επίσης η ακτινογραφία θώρακα ενώ σε επιλεγμένες περιπτώσεις μπορεί να απαιτηθεί CT εγκεφάλου ή ακτινολογικός έλεγχος για σκελετικές κακώσεις.
Χρήσιμες πληροφορίες μπορεί να δώσει η μέτρηση επιπέδων αιθανόλης στο αίμα (κώμα από αιθανόλη είναι σπάνιο σε επίπεδα αιθανόλης < 200 mg / dl). Η ανεύρεση αυξημένου χάσματος ανιόντος ή αυξημένου ωσμωτικού χάσματος πρέπει να στρέφει προς την διάγνωση προς την κατεύθυνση δηλητηρίασης με άλλες αλκοόλες πλην της αιθανόλης. Η αύξηση του ωσμωτικού χάσματος είναι πιο ευαίσθητη και πιο ειδική από την αύξηση του χάσματος ανιόντων που μπορεί να παρατηρηθεί και σε άλλες καταστάσεις (πχ αλκοολική κετοξέωση).
Όταν πιθανολογείται λήψη και άλλων ουσιών ή φαρμάκων επιβάλλεται τοξικολογικός έλεγχος αίματος και ούρων. Η παρουσία οξείας μέθης χωρίς άλλες επιπλοκές επιβεβαιώνεται από την πορεία του ασθενούς. Σε δηλητηρίαση από αιθανόλη αναμένεται μία συνεχής βελτίωση του επιπέδου συνείδησης τις αμέσως επόμενες ώρες. (1,8,12,13,14)
Το αναπνευστικό κέντρο καταστέλλεται και εμφανίζεται υποαερισμός και αναπνευστική οξέωση. Τα δερματικά αγγεία διαστέλλονται και η εφίδρωση αυξάνει, γεγονός που ευνοεί την εμφάνιση υποθερμίας. Παρατηρείται καταστολή της έκκρισης αντιδιουρητικής ορμόνης, με αποτέλεσμα έντονη διούρηση που σε συνδυασμό με έντονους εμετούς είναι δυνατό να προκαλέσει υποογκαιμία. Δυνατό να προκληθεί, επίσης, λόγω των εμέτων υποκαλιαιμική υποχλωριαιμική αλκάλωση.
Η έντονη διούρηση συνοδεύεται από απώλειες φωσφόρου και μαγνησίου. Συχνά σε βαρείς πότες τα αποθέματα γλυκαγόνου είναι οριακά. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η αναστολή της ηπατικής γλυκονεογένεσης από την αιθανόλη ευνοεί την εμφάνιση υπογλυκαιμίας. Αλκοολική κετοξέωση παρατηρείται κυρίως σε χρόνιους αλκοολικούς. Μία άλλη επιπλοκή της οξείας μέθης είναι η πρόκληση γαστρίτιδας (1,9,10). Θάνατος από οξεία μέθη είναι συνήθως αποτέλεσμα εισρόφησης ή καταστολής της αναπνοής (ΠΛΑΙΣΙΟ Ι ).
Φαρμακολογικές δράσεις της αιθανόλης μπορούν να εμφανιστούν ήδη σε χαμηλά επίπεδα οινοπνεύματος. Οι συνέπειες από την οξεία κατανάλωση οινοπνεύματος βρίσκονται σε αδρή σχέση με τα επίπεδα στο αίμα. Παρατηρούνται ωστόσο σημαντικές ατομικές διαφοροποιήσεις καθώς α) η χρόνια χρήση οινοπνεύματος οδηγεί σε επίκτητη ανοχή και β) ορισμένα άτομα εμφανίζουν εγγενή ανοχή στο οινόπνευμα.
Στον πίνακα ΙΙ παρουσιάζεται η σχέση μεταξύ επιπέδων οινοπνεύματος στο αίμα και κλινικών εκδηλώσεων.
Πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι τιμές αυτές αφορούν ευκαιριακούς πότες ενώ χρόνιοι πότες μπορεί να λειτουργούν με αρκετά υψηλότερα επίπεδα οινοπνεύματος. Πάντως πάνω από 50% των ενηλίκων είναι εμφανώς μεθυσμένοι σε επίπεδα οινοπνεύματος >150 mg / dl. Εξάλλου επί ταυτόχρονης λήψης φαρμάκων ή άλλων ουσιών μπορούν λόγω συνέργειας να εμφανιστούν συνέπειες σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα οινοπνεύματος(1). Τα κατά τον νόμο επιτρεπτά επίπεδα οινοπνεύματος σε οδηγούς ποικίλουν πολύ από χώρα σε χώρα (από 20-100 mg / dl) (1). Όσον αφορά στα επίπεδα κατανάλωσης οινοπνεύματος και στην σχέση τους με την συγκέντρωση οινοπνεύματος στο αίμα, μία αδρή προσέγγιση είναι να θεωρήσει κανείς ότι 1 mg / kg βάρους αιθανόλης δημιουργεί επίπεδα 100 mg / dl δύο ώρες μετά τη λήψη (1).
Πρέπει να σημειωθεί ότι σε άτομα με προβληματική σχέση με το οινόπνευμα, η εμφάνιση κώματος ή η διαταραχή του επιπέδου συνειδήσεως, δεν οφείλεται απαραίτητα σε οξεία μέθη από αιθανόλη.
Άλλες καταστάσεις που πρέπει να αναζητούνται επίμονα σε τέτοιους ασθενείς παρατίθενται στον πίνακα ΙΙΙ (9,11).
Σε άτομα που διακομίζονται σε κωματώδη κατάσταση, λαμβάνονται πληροφορίες και ιστορικό από τους συνοδούς και από πιθανούς μάρτυρες. H απόπνοια οινοπνεύματος που είναι παρούσα κατά κανόνα, αποτελεί χρήσιμη ένδειξη. Πάντως ορισμένα οινοπνευματώδη όπως η βότκα δεν συνοδεύονται από απόπνοια οινοπνεύματος. Σε άτομα που διακομίζονται σε κωματώδη κατάσταση γίνεται λεπτομερής νευρολογική εξέταση και εκτίμηση του βάθους του κώματος.
Ο έλεγχος των ζωτικών σημείων πρέπει να περιλαμβάνει και θερμομέτρηση από το ορθό για το ενδεχόμενο υποθερμίας. Οι εξετάσεις που πρέπει να γίνονται περιλαμβάνουν γενική αίματος, αέρια αίματος, σάκχαρο, ουρία, κρεατινίνη, ηπατική βιολογία, χρόνο προθρομβίνης, ηλεκτρολύτες (περιλαμβανόμενου μαγνησίου, ασβεστίου και φωσφόρου) γενική ούρων και ΗΚΓράφημα. Απαραίτητη είναι επίσης η ακτινογραφία θώρακα ενώ σε επιλεγμένες περιπτώσεις μπορεί να απαιτηθεί CT εγκεφάλου ή ακτινολογικός έλεγχος για σκελετικές κακώσεις.
Χρήσιμες πληροφορίες μπορεί να δώσει η μέτρηση επιπέδων αιθανόλης στο αίμα (κώμα από αιθανόλη είναι σπάνιο σε επίπεδα αιθανόλης < 200 mg / dl). Η ανεύρεση αυξημένου χάσματος ανιόντος ή αυξημένου ωσμωτικού χάσματος πρέπει να στρέφει προς την διάγνωση προς την κατεύθυνση δηλητηρίασης με άλλες αλκοόλες πλην της αιθανόλης. Η αύξηση του ωσμωτικού χάσματος είναι πιο ευαίσθητη και πιο ειδική από την αύξηση του χάσματος ανιόντων που μπορεί να παρατηρηθεί και σε άλλες καταστάσεις (πχ αλκοολική κετοξέωση).
Όταν πιθανολογείται λήψη και άλλων ουσιών ή φαρμάκων επιβάλλεται τοξικολογικός έλεγχος αίματος και ούρων. Η παρουσία οξείας μέθης χωρίς άλλες επιπλοκές επιβεβαιώνεται από την πορεία του ασθενούς. Σε δηλητηρίαση από αιθανόλη αναμένεται μία συνεχής βελτίωση του επιπέδου συνείδησης τις αμέσως επόμενες ώρες. (1,8,12,13,14)
ΠΛΑΙΣΙΟ Ι - ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟΣ ΔΟΣΗ ΑΠΟ ΑΙΘΥΛΙΚΗ ΑΛΚΟΟΛΗ
- Για ενήλικα μέσου βάρους: 300-400ml καθαρού οινοπνεύματος τα οποία λαμβάνονται σε χρονικό διάστημα λιγότερο από μια ώρα.
- Για τα παιδιά η λήψη: 1ML/Kgr Προκαλεί σοβαρή δηλητηρίαση
ΠΙΝΑΚΑΣ II - ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΕΔΑ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΑΙΜΑ
Επίπεδα οινοπνεύματος στο αίμα (mg / dl) | Συνέπειες |
20-50 | Άτομο νηφάλιο. Ωστόσο μπορεί να υπάρχει μειωμένη ικανότητα εκτέλεσης λεπτών χειρισμών και κινήσεων |
50-100 | Διαταραγμένη κρίση. Διαταραχές συνέργειας κινήσεων. |
100-150 | Διαταραχές βάδισης και ισορροπίας |
150-250 | Λήθαργος. Άτομο που παραπαίει και δύσκολα στέκεται χωρίς βοήθεια |
300 | Σε αρχάριους μπορεί να εμφανιστεί κώμα |
400 | Καταστολή του αναπνευστικού κέντρου |
ΠΙΝΑΚΑΣ III - ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΣΥΓΧΕΟΝΤΑΙ ΜΕ ΟΞΕΙΑ ΜΕΘΗ
- Μεικτή δηλητηρίαση από αιθανόλη και άλλες ουσίες (αγχολυτικά, τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, ακεταμινοφαίνη). Μερικές φορές, κυρίως σε χρόνιους αλκοολικούς, λήψη και άλλων αλκοολών (αιθυλενογλυκόλη, μεθανόλη, ισοπροπυλική αλκοόλη)
- Υπογλυκαιμία
- Κρανιοεγκεφαλική κάκωση
- Μετεπιληπτική κατάσταση
- Αιμορραγία από το πεπτικό (οξεία γαστρίτις, σ Mallory-Weiss, έλκος, κιρσορραγία)
- Παγκρεατίτιδα
- Ηπατική εγκεφαλοπάθεια
- Σ. Wernicke
- Σήψη
- Υποθερμία ή υπερθερμία
- Shock