Ατίθασο κράμα

Αν νομίζατε ότι η Αννα Μουγκλαλίς, μούσα του Καρλ Λάγκερφελντ, δεν δικαιούται να έχει άποψη, αυταπατάστε. Η ελληνογαλλίδα ηθοποιός πίνει, καπνίζει και δηλώνει ανερυθρίαστα ότι έχει αριστερά φρονήματα. Τι κι αν το σακάκι της είναι Chanel;

Στο μέτωπο έχει ένα μικρό σημαδάκι από ανεμοβλογιά. Στρίβει το τσιγάρο της, πίνει μια γουλιά από τον καφέ της και χαζεύει το εικονίδιο στην οθόνη του κινητού που μοιάζει με παλιό μαγνητόφωνο, μια ρετρό πινελιά σε μια ψηφιακή εποχή. Ετσι είναι και η Αννα Μουγκαλίς, σαν αυτές τις παλιομοδίτικες μπομπίνες που είναι φτιαγμένες από πίξελ, μια γυναίκα από υλικά σύγχρονα που όμως ανήκει σε άλλη εποχή. Οχι λόγω εμφάνισης. Λόγω προσωπικότητας. Δεν την ενδιαφέρει η πολιτική ορθότητα, δεν είναι εκπαιδευμένη να κρατάει τις σωστές αποστάσεις, η φωνή της είναι μπάσα και μελαγχολική.

«Στο σπίτι μου δεν έχω καν σύνδεση με το Internet» λέει. «Τσεκάρω το e-mail μου στο κινητό και εκεί εξαντλείται η σχέση μου με την τεχνολογία. Λατρεύω όμως το iΤunes. Χρησιμοποιώντας το μπορείς να κάνεις χιλιάδες πράγματα με τη μουσική σου, με έχει βολέψει απίστευτα». Η ελληνογαλλίδα ηθοποιός βρέθηκε στην Αθήνα ως προσκεκλημένη του 12ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου. Θα μπορούσε βέβαια να είναι μια ψηλή και αδύνατη φοιτήτρια που βρίσκεται εδώ μέσω Erasmus, ή μάλλον μέσω Socrates, μεταπτυχιακή δηλαδή, ας μην είμαστε τόσο υπερβολικοί. Θα την πρόδιδε μόνο το Chanel σακάκι της. Κάποια που τρέχει στις παραδόσεις δεν θα φορούσε εύκολα αυτό το σακάκι ένα Σάββατο πρωί.

Στην ίδια δεν αρέσουν τα κομπλιμέντα τύπου «είσαι σαν φοιτητριούλα». Θεωρεί ότι δείχνει την ηλικία της, 32 δηλαδή, και δεν την ενοχλεί καθόλου. «Δεν είμαι σίγουρη, ούτως ή άλλως, ότι κάνω τα σωστά πράγματα για να δείχνω πιο νέα. Πίνω πολύ, καπνίζω πολύ. Η φωνή μου είναι σαν εξηντάρας. Μου αρέσει όμως το ότι μεγαλώνω. Συνειδητοποιώ ότι μέσα σε μια ζωή ζούμε πολλές άλλες και κάποια στιγμή τα βρίσκουμε με τον εαυτό μας. Οταν ήμουν έφηβη είχα ξυρίσει το κεφάλι μου επειδή δεν ήθελα να νιώθω το βάρος της ερωτικής πρόκλησης, δεν ήθελα να νιώθω επιθυμητή. Με κοιτούσαν οι άνδρες σαν να ήθελαν να με αποπλανήσουν. Τώρα μπαίνω στο μετρό με την κόρη μου, βλέπω πόσο έχει γλυκάνει το βλέμμα των αγνώστων και χαίρομαι. Επίσης, καταλαβαίνω την εξέλιξη στη δουλειά μου, και αυτό με ικανοποιεί. Δεν μπορώ, ωστόσο, να μην παραδεχτώ πως έχω καταλάβει ότι είμαστε όλοι καταδικασμένοι σε μια υπαρξιακή μοναξιά. Προσπαθώ να το αποδεχτώ. Και δεν νιώθω καθόλου νοσταλγία, ούτε για μια στιγμή δεν σκέφτομαι πως παλιότερα ήταν τα πράγματα καλύτερα».

Κοιτάζει στο μέλλον και είναι έτοιμη για αλλαγές. Θέλει να σκηνοθετήσει μια ταινία. Εχει έτοιμο το σενάριο, το έχει γράψει η ίδια, ψάχνει για χρηματοδότηση. Είναι εμπνευσμένο από έναν ρωσικό μύθο για την αγάπη μιας 16χρονης κοπέλας και ενός βρικόλακα, ενός περιθωριακού τύπου. Τονίζει όμως ότι δεν πρόκειται για κάτι που μοιάζει με το «Twilight», ο δικός της ήρωας, εν αντιθέσει με τον Εντουαρντ Κάλεν, θα τρώει ανθρώπους κανονικότατα, «ίσως θα έπρεπε να τον πούμε κανίβαλο».

Επιμένει πολύ και σε έναν άλλον διαχωρισμό. Οτι δεν έχει σχέση με τον χώρο της μόδας γενικώς, αλλά με τον οίκο Chanel ειδικώς και φυσικά με τον Καρλ Λάγκερφελντ. «Μόλις δήλωσε ο Καρλ ότι με θεωρεί όμορφη, άρχισαν ξαφνικά να με βρίσκουν ωραία και όλοι οι άλλοι» δηλώνει γελώντας. Σε αυτό δεν έχει δίκιο. Από το 2001, όταν συμπρωταγωνίστησε με την Ιζαμπέλ Υπέρ στο «Merci για τη σοκολάτα» του Κλοντ Σαμπρόλ, τα γαλλικά περιοδικά είχαν αρχίσει να γράφουν για την όμορφη ηθοποιό με το παράξενο επώνυμο.


Δεν είμαι σίγουρη, ούτως ή άλλως, ότι κάνω τα σωστά πράγματα για να δείχνω πιο νέα. Πίνω πολύ, καπνίζω πολύ. Η φωνή μου είναι σαν εξηντάρας.


Η αγάπη του Λάγκερφελντ τη βοήθησε πάντως να γίνει ευρέως γνωστή, ακόμη και σε ένα κοινό που μπορεί να μην ξέρει να ξεχωρίσει τα καρέ του Γκοντάρ από εκείνα του Τρυφό, αλλά αν του πεις τo μπολερό τουνίκ, μπορεί και να σε χαστουκίσει. «Ο οίκος Chanel δεν είναι εισηγμένος στο Χρηματιστήριο και αυτό του δίνει μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα, δεν περιστρέφονται τα πάντα γύρω από το χρήμα, δεν κάνουν οι μέτοχοι ό,τι θέλουν χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν. Επίσης, δεν χρησιμοποιούν τις γυναίκες σαν άψυχα αντικείμενα του σεξ. Είναι πολύ προσεκτικοί σχετικά με αυτό. Η Κοκό Σανέλ βεβαίως φερόταν στην εποχή της περισσότερο σαν μισογύνης, παρά σαν φεμινίστρια, όμως αυτά που πέτυχε για τον εαυτό της θα μπορούσαν να αποτελούν παράδειγμα για κάθε φιλόδοξη, δυναμική γυναίκα. Η σχέση μου με τον Καρλ Λάγκερφελντ με έχει θρέψει και κυριολεκτικά – με πληρώνει άλλωστε για να διαφημίζω τα προϊόντα του – αλλά και μεταφορικά, αφού η προσωπική επαφή με έναν άνθρωπο τόσο δημιουργικό και καλλιεργημένο με βοηθάει να προχωράω μπροστά. Ακολουθώ λοιπόν μόνο τις τάσεις της μόδας που δημιουργεί ο Καρλ» πλέκει το εγκώμιο ενός άντρα που θαυμάζει.

Οταν μιλάμε για τις γυναίκες που την καθόρισαν ως πρότυπα στη ζωή, αναφέρει πρώτη πρώτη τη Λουίζ Μισέλ, μια θρυλική αναρχικό του προπερασμένου αιώνα, γνωστή και ως «κόκκινη παρθένα της Μονμάρτρης». Αναφέρεται στη Σιμόν ντε Μποβουάρ και στην Κοκό Σανέλ, τις έχει υποδυθεί άλλωστε και τις δύο (τη δεύτερη στο σινεμά, την πρώτη στην τηλεόραση) και μιλάει με λατρεία για την τραγουδίστρια Ζυλιέτ Γκρεκό, την οποία έχει επίσης ενσαρκώσει στο φιλμ «Gainsbourg».

«Τη γνώρισα στα γυρίσματα της ταινίας, γίναμε φίλες, ηχογραφήσαμε και ένα τραγούδι μαζί, είναι τόσο έξυπνη. Μου είπε ιστορίες για τη Rive Gauche. Για τον Μπορίς Βιαν και τον Ζαν Πολ Σαρτρ και τις συζητήσεις που έκανε μαζί τους, πόσο έξυπνοι και ενδιαφέροντες ήταν». Οταν της λέω πόσο εύκολα θα μπορούσα να τη φανταστώ ανάμεσά τους, με αυτή τη φωνή και τα στριφτά τσιγάρα, με ευχαριστεί αλλά δεν θα πάρει. «Το τότε δεν το πρόλαβα. Εζησα για λίγο στο Saint-Germain-de-Pre/s, αλλά δεν έχει πια καμία σχέση με την εποχή που πρόλαβε η Γκρεκό νέα και έφυγα τρέχοντας. Τώρα όλα έχουν εμπορευματοποιηθεί. Είναι πιο εύκολο να βρεις παπούτσια, παρά ψωμί».

Ντρέπεται για τον Σαρκοζί, για την άνοδο της Ακροδεξιάς στη Γαλλία, για τους διωγμούς των τσιγγάνων, νιώθει θυμό, δεν βρίσκει όμως κόμμα να ταυτιστεί με τις ιδέες του και ψάχνει να βρει τοπικές δράσεις που να την εκφράζουν. «Ξέρεις, μου αρέσει πάρα πολύ αυτό που συμβαίνει εδώ. Το κίνημα “δεν πληρώνω”. Η Γαλλία και η Γερμανία είναι ούτως ή άλλως υπεύθυνες για το χρέος της Ελλάδας, και οι πολιτικοί σας που είναι διεφθαρμένοι. Ας πληρώσουν αυτοί στους οποίους τα χρήματα περισσεύουν» μας τη βγαίνει από αριστερά. Α, τον Τζον Γκαλιάνο τον βρίσκει αηδιαστικό. Εχει και μια ευαισθησία παραπάνω διότι ο σύντροφός της, ο σκηνοθέτης Σαμιουέλ Μπενσετρί, είναι εβραίος. «Εγώ, ακόμη και αν είχα κάνει χρήση ηρωίνης, δεν θα έκανα τέτοια σχόλια».


http://www.tovima.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...