Η νεαρή ηλικία δεν εξασφαλίζει
σίγουρη επιτυχία στην προσπάθεια για γονιμοποίηση. Συγκεκριμένα
προβλήματα μπορεί να μπουν εμπόδιο στην επίτευξη μίας εγκυμοσύνης ακόμη
και σε γυναίκες 25 και 30 ετών. Ευτυχώς η επιστήμη σήμερα έχει τις
λύσεις και τις απαντήσεις σχεδόν για κάθε περίπτωση. Μας εξηγεί ο Θωμάς Προκοπάκης, χειρουργός γυναικολόγος-μαιευτήρας.
Ενδομήτρια σπερματέγχυση
Η ενδομήτρια σπερματέγχυση είναι μια διαδικασία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής
κατά την οποία τοποθετείται το επεξεργασμένο σπέρμα του συζύγου στην
κοιλότητα της μήτρας της συζύγου και χρησιμοποιείται σε ζευγάρια που
προσπαθούν να τεκνοποιήσουν αλλά παρουσιάζουν προβλήματα όπως: ελαφρά ολιγοασθενοσπερμία, ανωοθυλακιορρηξία, ενδομητρίωση, ανεξήγητη υπογονιμότητα κ.λπ.
Επίσης, ως μέθοδος εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου η συνάντηση του ζευγαριού είναι δύσκολη λόγω τρόπου ζωής ή επαγγέλματος – ναυτικοί, διπλωμάτες κ.λπ. Η τελευταία κατηγορία προϋποθέτει φυσικά την κατάψυξη δειγμάτων σπέρματος, τα οποία χρησιμοποιούνται την κατάλληλη στιγμή.
Η ενδομήτρια σπερματέγχυση είναι
ουσιαστικά το πρώτο όπλο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, όταν καταστεί
αδύνατη η σύλληψη με φυσιολογικό τρόπο. Η διαδικασία ξεκινά με τη συνέντευξη του ζευγαριού που περιλαμβάνει ιστορικό, εξετάσεις, επεξηγήσεις και τελικά την απόφαση εάν η σπερματέγχυσή τους ταιριάζει.
Η παρακολούθηση αρχίζει την πρώτη μέρα του κύκλου και αυτό που πρέπει να ελέγχεται είναι η εξέλιξη της αύξησης του ωοθυλακίου υπερηχογραφικά, έτσι ώστε να καθορισθεί η ημέρα της ωορρηξίας. Αυτό μπορεί να γίνει είτε ο κύκλος της γυναίκας είναι φυσικός, χωρίς δηλαδή χορήγηση φαρμάκων, είτε είναι προκλητός, χρησιμοποιώντας δηλαδή ήπιες δόσεις φαρακευτικών ουσιών.
Αρχίζει λοιπόν έτσι μια
υπερηχογραφική παρακολούθηση των ωοθηκών από την 8η-9η ημέρα του κύκλου
που παρατηρεί την εξέλιξη του μεγέθους του ωοθυλακίου. Διενεργείται μια σειρά υπερηχογραφημάτων περίπου ανά διήμερο και όταν το ωοθυλάκιο φθάσει στο επιθυμητό μέγεθος, περίπου στα 18 χιλιοστά, χορηγείται μια ενέσιμη φαρμακευτική ουσία που
έχει την ιδιότητα να προκαλεί την τελική ωρίμανση του ωαρίου και την
ωορρηξία. Έπειτα από περίπου 36 ώρες ο σύζυγος δίνει το σπέρμα του, έτσι
ώστε να ενεργοποιηθεί και να γίνει κατάλληλο για να τοποθετηθεί στη
μήτρα της συζύγου. Συμπερασματικά επιλέγονται τα πιο ενεργά-κινητά σπερματοζωάρια και με τον καθετήρα σπερματέγχυσης τοποθετούνται στην ενδομήτρια κοιλότητα σε φάση ωορρηξίας. Είναι μια διαδικασία απλή και οικονομική,
που προϋποθέτει όμως επιμονή και υπομονή από το ζευγάρι και, φυσικά,
μια καλή σχέση με το γυναικολόγο, έτσι ώστε να φτάσουμε στο επιθυμητό
αποτέλεσμα, δηλαδή την κύηση.
Εξωσωματική γονιμοποίηση σε νεαρές ηλικίες
Η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι η μέθοδος εκλογής για ένα νέο ζευγάρι,
το οποίο έχει εξαντλήσει και αποτύχει σε φυσιολογικές προσπάθειες
σύλληψης, τυχόν σπερματεγχύσεις, φαρμακευτικές ή χειρουργικές θεραπείες.
Οι ενδείξεις που συνήθως οδηγούν στην εξωσωματική γονιμοποίηση είναι η
ολιγοασθενοσπερμία, η ενδομητρίωση, οι πολυκυστικές ωοθήκες, η ανεξήγητη
υπογονιμότητα κ.λπ.
Με απλά λόγια, η εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) αφορά μια φαρμακευτική θεραπεία
με δύο συνήθως ομάδες φαρμάκων, που αναγκάζει την ωοθήκη να παράξει
αρκετά ωάρια, τη λήψη των παραχθέντων αυτών ωαρίων, τη γονιμοποίησή τους
στο εργαστήριο και τέλος την τοποθέτηση των εμβρύων πλέον απευθείας
στην ενδομήτριο κοιλότητα.
Η πρώτη ομάδα φαρμάκων καταργεί τον αδένα
του εγκεφάλου που προκαλεί την ωορρηξία κάθε μήνα, ενώ η δεύτερη είναι
μία ορμονική θεραπεία που αναγκάζει την ωοθήκη να παράξει πολλά ωάρια.
Ουσιαστικά λοιπόν αυτό που συμβαίνει φαρμακευτικά είναι πρώτον η
«απομόνωση» της ωοθήκης από τον αδένα εντολέα και δεύτερον η διέγερσή
της για πολυοωρρηξία με «εντολέα» το γυναικολόγο.
Στη συνέχεια η διαδικασία παρακολουθείται με υπερηχογραφήματα και εξετάσεις αίματος, μέχρι να έρθει η ώρα της λήψης των ωαρίων,
που γίνεται διακολπικά, όταν τα ωοθυλάκια φτάσουν στο επιθυμητό
μέγεθος. Στη συνέχεια, σπερματοζωάρια –που έχουν ληφθεί από το σύντροφο–
και ωάρια γονιμοποιούνται στο εργαστήριο με την κατάλληλη μέθοδο,
λαμβάνοντας υπόψη την αιτία της υπογονιμότητας.
Ο αριθμός και η ποιότητα των εμβρύων
εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, κυριότεροι των οποίων είναι η
ποιότητα των ωαρίου-σπερματοζωαρίου και η σωστή επιλογή μεθόδου
γονιμοποίησης. Η μεταφορά των εμβρύων στη μήτρα γίνεται τη 2η ή την 3η ημέρα, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις στο στάδιο των βλαστοκύστεων, όπως ονομάζεται ένα έμβρυο 5ης-6ης ημέρας.
Ο αριθμός των εμβρύων που μεταφέρονται εξαρτάται από την ποιότητά τους,
την ηλικία της γυναίκας, το πάχος του ενδομητρίου και φυσικά την ύπαρξη
προηγούμενων αποτυχημένων προσπαθειών.
Οι πιθανότητες επιτυχίας σε νεαρή ηλικία είναι αρκετά υψηλές,
όπως επίσης και οι πιθανότητες ύπαρξης εμβρύων προς κατάψυξη, λόγω του
μεγάλου αριθμού ωαρίων. Συμπερασματικά, η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι
σίγουρα το πιο δυνατό όπλο στις διαδικασίες της υποβοηθούμενης
αναπαραγωγής, η πιο πειστική απάντηση στο πρόβλημα της υπογονιμότητας
του ζεύγους και η πιο μεγάλη ελπίδα στη βίωση του θαύματος της γέννησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου